Μες στην αμαρτωλή της φορεσιά
με απομιμήσεις δέντρων και πουλιών
κοιμάται πλάι στη δύναμη του ονόματός της.
Με την άμμο του ύπνου στα μαλλιά της
γαληνεύει τα όνειρα και τα σώματα
των πρωινών αγαλμάτων.
Φίδια της μαλακώνουνε τα στήθια.
Τι έχει να χάσει αυτή που τόσο λίγο νοιάζεται
για του θανάτου την ιτιά και τα χλωρά σπαθιά;
σε λίγο θα γεμίσει στάχτη το δοχείο.
Και του προσώπου της η φλόγα, κάποτε ιερή,
θα πλύνει με βαμπάκι την πληγή της.
Η άκρη του ματιού της γίνεται αλμυρή.
Το φόρεμά της λιώνει στον κοιτώνα.
Ήτανε δροσερή στα πρώτα χρόνια.
Τώρα μουδιάζει στην καρδιά της παλαμίδας.
Αν έρχεσαι από μακριά, παρακαλώ,
τίναξε τη βροχή από τα μαλλιά σου
κι εγώ θα καταλάβω τ’ όνομά σου.
Κ. Χαραλσμπίδης
Αμμόχωστος Βασιλεύουσα