Ο Μυριάνθης των ανέμων…

Η ιστορία ενός ανθρώπου που, σε πείσμα των καιρών και κόντρα στις βουλές των πολιτικών, επέστρεψε για να ζήσει όσα χρόνια του απόμειναν στο κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό του, στη βόρεια Κύπρο. Κοιμάται έξω. Δεν έχει τίποτα. Εχει τα πάντα.

ΗΤΑΝ από τους πρώτους Ελληνοκύπριους που πήγαν στα κατεχόμενα εδάφη όταν, το Πάσχα του 2004, ο τότε ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, επέτρεψε την ελεύθερη πρόσβαση στο Βορρά. Ο Μυριάνθης Χατζηκυριάκου, 72 ετών σήμερα, είχε καημό να επιστρέψει στον Δαυλό, ένα υπέροχο ψαροχώρι, όπου γεννήθηκε και έζησε τα ωραιότερα, λέει, χρόνια της ζωής του. Τον πρώτο καιρό κοιμόταν έξω, στο λιμανάκι, κάτω από μία ακακία, «να βλέπω τ’ αστέρια πριν με πάρει ο ύπνος», έλεγε.
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν φυσούσε άγρια, οι τούρκοι έποικοι που κατοίκησαν το χωριό του, του ‘παν να μένει σε μία ξύλινη καλύβα, να προστατεύεται. «Μη νοιάζεστε», τους απάντησε. «Είμαι του ανέμου εγώ».
Η ζωή του σκορπίστηκε το καλοκαίρι του 1974 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Κύπρο. Εφυγε πρόσφυγας στη Λεμεσό, με τη γυναίκα του και τα 4 παιδιά τους, 3 κορίτσια, ένα αγόρι. Εκτοτε ζούσε κάθε μέρα με τη λαχτάρα της επιστροφής.
Πίστεψε πολύ στο σχέδιο Ανάν. Ψήφισε «ναι» με όλη του την ψυχή. Το τελικό αποτέλεσμα, θριαμβευτικό για εκείνους που το απέρριψαν, τον γέμισε πίκρα και απογοήτευση.
«Δεν θα μας δοθεί ξανά άλλη τέτοια ευκαιρία. Αποδείξαμε, δυστυχώς, ότι βολευτήκαμε στην ευμάρειά μας και κατά βάθος δεν θέλαμε λύση. Το επόμενο σχέδιο θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο, έτσι συμβαίνει χρόνια τώρα στο Κυπριακό. Αν είχαμε ψηφίσει “ναι”, σήμερα δεν θα υπήρχαν παρά ελάχιστα τουρκικά στρατεύματα στο νησί, πολλοί έποικοι θα είχαν φύγει και άλλοι δεν θα έρχονταν, η Αμμόχωστος θα ήταν δική μας, και χιλιάδες πρόσφυγες θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους στη Μόρφου, και σε άλλα μέρη του Βορρά. Οι Τουρκοκύπριοι μου έλεγαν ότι είχανε από καιρό ειδοποιηθεί από τις αρχές να ετοιμάσουν τα πράγματά τους να φύγουν. Τώρα, δεν βλέπουν γιατί να πάμε για λύση, αφού την απορρίψαμε εμείς», λέει ο κ. Μυριάνθης, ο οποίος, από εκείνη τη στιγμή, του «όχι» στο σχέδιο Ανάν, αποφάσισε μεσα του ότι θα “λύσει” μόνος μου το Κυπριακό. Για τον εαυτό του.
Αυτό αισθάνεται ότι έχει κάνει σήμερα. Ζει μόνιμα στον Δαυλό, σ’ ένα μικρό σπιτάκι που οι φίλοι του εκεί τον βοήθησαν στην αρχή να νοικιάσει. Στη Λεμεσό, που τον φιλοξένησε από την εισβολή του ’74 και μετά, πηγαινοέρχεται περισσότερο ως επισκέπτης -να δει τις κόρες του (δυστυχώς, ο μοναχογιός του, Σωτήρης, χάθηκε στα 24 του, σ’ ένα φρικτό ναυτικό δυστύχημα στην Αίγυπτο), και να βγάλει τα λίγα που χρειάζεται να ζήσει, πουλώντας φρέσκα ψάρια από το χωριό του, στα βόρεια.
Το ψάρεμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη του αγάπη. Οποτε ξέφευγε από την κανονική του δουλειά (πότε ελαιοχρωματιστής, πότε σε καφετέρια στην Αμμόχωστο, πότε στο ξενοδοχείο «Λούης» στον Δαυλό, πότε λιμενεργάτης), παραδινόταν στη θάλασσα. Είχε δική του βάρκα που την ονόμασε «Δαυλός», και πάντα έβγαζε την πλουσιότερη ψαριά. Οι παλιοί του φίλοι, συγχωριανοί, τον φώναζαν «Θαλασσόλυκο». Οι σημερινοί τον λένε «Καπτάν», δηλαδή «Καπετάνιο». Τον αγαπούν και τον συμβουλεύονται.
Πριν από τον πόλεμο το χωριό είχε 250-300 κατοίκους. Ολοι Ελληνοκύπριοι. Τώρα το κατοικούν 450-500 νοματέοι, όλοι τους με καταγωγή από ένα ελληνικό χωριό της Τραπεζούντας που το λένε «Αληθινός».
«Οταν ήρθαν εδώ μετά την εισβολή, ως έποικοι, τα παιδιά τους ήταν 4-5 χρόνων, ή και παραπάνω, και μιλούσαν μόνο ελληνικά, καθόλου τούρκικα».
Ο καλύτερός του φίλος είναι ο Μουσταφά. «Τυχαία γνωριστήκαμε, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ και κοιμόμουν έξω, κάτω από το δέντρο. Ηταν πολύ πρωί και ήμουν στο λιμανάκι όπου ζυγίζανε τα ψάρια. Είχε μαζευτεί κόσμος, και αγόραζε. Πόσο μου αρέσει αυτή η φασαρία, δεν φαντάζεσαι. Εκανε ζέστη, και φορούσα μπλουζάκι ανοικτό μπροστά. Φαινόταν ο σταυρός μου. Ερχεται τότε ένας Τούρκος, που φαίνεται ότι με παρατηρούσε κάποια ώρα, και με ρωτάει “Ελληνας είσαι;”. Ναι, του αποκρίνομαι, και μου δίνει μια τσάντα γεμάτη από ψάρια. “Πόσα θέλεις;”, του λέω. “Αστειεύεσαι -απαντά- ήρθες στο χωριό μας, στο χωριό σου, μετά από τριάντα χρόνια και να σου πάρω λεφτά;” Από τότε γίναμε πολύ φίλοι».
Πριν μερικά χρόνια, όταν έπαιξε η Ανόρθωση στην Τραπεζούντα για το Τσάμπιονς Λιγκ, ο Μουσταφά ήταν ανάμεσα στους 150 ελληνοκύπριους οπαδούς της ομάδας, ζητωκραυγάζοντας υπέρ της στην κερκίδα. «Να», μου κάνει ο κ. Μυριάνθης. «Αυτό σημαίνει λύση του Κυπριακού»!
Καθόμαστε στη βεράντα του μικρού διαμερίσματος που νοίκιασε στον Δαυλό. Το πατρικό του σπίτι το είχε πουλήσει 1 χρόνο πριν την εισβολή, γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά. Ο Μουσταφά και οι άλλοι τούρκοι κάτοικοι προσφέρθηκαν να του το δώσουν πίσω, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Του φτάνει, λέει, ένα χωραφάκι που έχει επάνω στη βουνοπλαγιά, κι απ’ όπου βλέπει όλο το χωριό, και τη θάλασσα πέρα.
«Εχω πει στα παιδιά μου πως, άμα πεθάνω στη Λεμεσό, εδώ να με φέρουν να με θάψουν, σ’ αυτό το χωράφι».
«Σε φοβίζει ο θάνατος κύριε Μυριάνθη;», τον ρωτώ.
«Τώρα πια όχι. Από τότε που πέθαναν ο γιος μου και η γυναίκα μου, είμαι έτοιμος να φύγω και εγώ», απαντά.
«Πιστεύεις στη μετά θάνατον ζωή;», συνεχίζω.
«Θα ήθελα να πιστέψω, αλλά όχι. Εχω ένα μικρό εικονοστάσι στο σπίτι, και κάθε πρωί που ξυπνάω ανάβω το καντήλι και κάνω το σταυρό μου. Στην εκκλησία δεν πάω».
Οση ώρα μιλάμε, στοργικά κάθεται δίπλα του, συμμετέχει στην κουβέντα, και μας φέρνει κεράσματα, η νέα του σύντροφος, Τζαγιάντα Σρίματι, 51 ετών, από τη Σρι Λάνκα. Μια γυναίκα-μάλαμα, πολύ πονεμένη κι αυτή από τη ζωή, που αγάπησε, λέει, τον κ. Μυριάνθη, «επειδή έχει όμορφη καρδιά».
Κάνουμε μια τελευταία βόλτα στο βουνό. Απ’ όπου κι αν περνάμε, του φωνάζουν «γεια σου Καπτάν». Ο Τουργκούτ, έποικος από την Μπούρσα, του ζητάει συμβουλές για το παραγάδι. Στο καφενείο μάς προσκαλούν για μια ζιβανία -η κυπριακή ρακή. Αρνείται ευγενικά, «γιατί θα πιω ούζο από την Ελλάδα με τον φίλο μου, τον δημοσιογράφο, που ήρθε από εκεί για να με βρει».
Στην υγειά σου, κύριε Μυριάνθη.

*******
Το κομμάτι δημοσιεύτηκε στη σελίδα “Ανθρωπων Εργα & Ημέρες” στη χθεσινή, 05.12.2010, “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”.

Τον κ. Μυριάνθη συνάντησα στο χωριό Δαυλός, στη κατεχόμενη Κύπρο, την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου. Ο Δαυλός είναι στην βόρεια ακτογραμμή της Κύπρο, που ξεκινάει από δυσμάς από το Ακρωτήρι Κορμακίτη και καταλήγει, ανατολικά, στο Ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Ο Δαυλός, που έχει μετονομαστεί από τους Τούρκους σε Κάπλιτσα, είναι πρός τα ανατολικά, εκεί όπου σβήνει η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, στη Καντάρα.

Πέρασα στα κατεχόμενα από το οδόφραγμα στο Πέργαμος, μετα την Πύλα, και φτάνοντας στο Λευκόνοικο, που οι Τουρκοι τώρα τό λένε Κετσίκαλε, έστριψα δεξιά, πέρασα από τον Αγιο Ανδρόνικο, καί έπιασα τον παραλιακό δρόμο που θα με οδηγούσε στον Δαυλό από την Ακανθού.

Στη φωτογραφία ο κ. Μυριάνθης βλέπει από το βουνό το χωριό του.

Filoftero blog spot

Read More

Περιστερονοπηγή

Αρχαιολογικοί Χώροι γύρω από το Χωριό

Γρωτήρι
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Περιστερώνας και πήρε το όνομά της από τη μορφολογία της, έμοιαζε δηλαδή με ακρωτήρι. Ήταν ένα μακρόστενο υψίπεδο μήκους 1,5 χιλιομέτρου με πάρα πολλούς τάφους. Οι τάφοι αυτοί διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση λόγω του σκληρού πετρώματος της περιοχής. Οι πιο αξιοπρόσεκτοι ήταν οι λαξευτοί συνεχόμενοι τάφοι κατά μήκος των δυτικών παρυφών του υψιπέδου, που προκαλούσαν από μακριά δέος στους περαστικούς.
Η ανεύρεση στο Γρωτήρι ενός μικρού μέρους από βάση αγάλματος σφίγγας (475-400 π.Χ.) με την επιγραφή “τη θεά” αποδεικνύει την ύπαρξη ενός ναού. Πιθανότατα ο ναός αυτός θα ήταν αφιερωμένος στην αγαπημένη θεά όλων των Κυπρίων, την Αφροδίτη, της οποίας τα ιερά πτηνά, τα περιστέρια, έδωσαν και το όνομα στο χωριό. Δύο περιστέρια, ένα χρυσό και ένα πήλινο, βρέθηκαν σε αρχαίους τάφους μέσα στην κατοικημένη περιοχή του χωριού.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι η ζωτικότητα της περιοχής γύρω από το Γρωτήρι δικαιολογεί πλήρως την επιλογή του χωριού αυτού για τη λατρεία της θεάς. Αναφέρουμε τη Βρυσούα (πηγή νερού), το Βάρτα (όνομα ποταμού), τα Λιβάδκια (λιβάδια), το Λαγκάτο (πηγάδι με πολύ γλυκό νερό), τα περιβόλια, το δάσος με τους αόρατους και τα μυριστικά φυτά, όπως μας διηγούνται οι γέροντες του χωριού.
Τόσο το Γρωτήρι όσο και τα Γρωτήρκα, η εύφορη πεδιάδα γύρω, ήταν πάντα έρμαιο πολλών επώνυμων και ανώνυμων τυμβωρύχων και αρχαιοκάπηλων από γειτονικά χωριά. Αυτοί κατά διαστήματα εργάζονταν συστηματικά εκεί, για να βγάλουν με προσοχή τις αρχαιότητες. Τις καλοκαιρινές νύχτες μέχρι τα τελευταία χρόνια ακούγονταν οι θόρυβοι των μηχανικών μέσων που χρησιμοποιούσαν, για να ευκολύνουν το έργο τους.

Τράχωνας
Η περιοχή αυτή βρίσκεται βορειοανατολικά της Πηγής. Εδώ υπήρχαν πάρα πολλοί τάφοι μέσα στους οποίους οι χωριανοί αναφέρουν ότι έβρισκαν αγγεία με πλουμιά. Δυστυχώς όμως, τα έσπαζαν τις πιο πολλές φορές, γιατί δε γνώριζαν την αρχαιολογική τους αξία. Από τα αρχεία του Κυπριακού Μουσείου πληροφορούμαστε ότι το 1939 εντοπίστηκαν περισσότεροι από 100 συλημένοι τάφοι της Εποχής του Σιδήρου.
Πολύ κοντά στους τάφους αυτούς και το λόφο Καμηλοβουνός, γύρω στο 1950, ο Αντρέας Τσαγκάρης, προσπαθώντας να καλλιεργήσει πιο βαθιά το χωράφι του, έβγαλε από αυτό τρία αμάξια πελεκητές πέτρες, ορθογώνιες και τετράγωνες, οι οποίες ασφαλώς θα ήταν οικοδομικό υλικό κάποιου αρχαίου κτίσματος.
Στην ίδια περιοχή ο Λευτέρης Μολέσκης και ο πατέρας του βρήκαν τρία νομίσματα από τα οποία τα δύο είχαν πάνω ζωγραφισμένο δικέφαλο αετό.
Πέτρα η Στητή ή Πέτρα του Χατζηκακού
Η πέτρα αυτή είναι στημένη μέσα στο έδαφος της περιοχής Τράχωνας κοντά στο λόφο της Παχανής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Χατζηκακός, γενάρχης της ομώνυμης οικογένειας του χωριού, βρήκε εδώ μεγάλο θησαυρό.
Φωτογραφίες :
Τάφοι στην περιοχή Παχανή (φωτ. Κυπριακού Μουσείου 1939)
Πέτρα η Στητή ή Πέτρα του Χατζηκακού στην περιοχή Τράχωνας της Πηγής (φωτ. Κυπριακού Μουσείου 1970)
Απο την ιστοσελίδα Περιστερονοπηγή

Read More

Έγκωμη – Αρχαιότητες

Ο αρχαιολογικός χώρος της Έγκωμης αποτελεί έναν από τους πλουσιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο. Η αρχαία αυτή πόλη βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Κύπρου, περίπου 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σαλαμίνας και στα δυτικά του σύγχρονου χωριού της Έγκωμης στην επαρχία Αμμοχώστου. Με την τουρκική εισβολή του 1974 ο χώρος βρίσκεται υπό την κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων.

Οι πρώτες έρευνες στο χώρο έγιναν το 1896 από την αρχαιολογική αποστολή του Βρετανικού Μουσείου όταν αποκαλύφθηκε αριθμός τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα όπως: χρυσά αντικείμενα, αντικείμενα από ελεφαντοστό, σκαραβαίους και κυρίως Μυκηναϊκά αγγεία.

Το 1913 ο Sir John Myres μαζί με τον τότε Έφορο του Κυπριακού Μουσείου, M. Μαρκίδη, διεξήγαγαν σύντομη αρχαιολογική έρευνα στην Έγκωμη. Το 1930 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Καθ. E. Gjerstad, ανέσκαψε μεγάλο αριθμό τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα.hist_064b

Το 1934 ο Γάλλος Καθ. Claude Schaeffer, ο οποίος τότε ανέσκαπτε τη θέση Ras-Shamra (αρχαία Ugarit στη Συρία), ξεκίνησε ανασκαφές στην αρχαία Έγκωμη για λογαριασμό του Académie des Incriptions et Belles-Lettres. Ο Schaeffer ήθελε να βρει στοιχεία που να αποδείκνυαν τις επαφές της Κύπρου με τη Συριακή ακτή. Εκτός από το ενδιαφέρον του για τους τάφους της Έγκωμης, ο Schaeffer ήθελε να ανακαλύψει την αρχαία πόλη στην οποία ανήκαν οι τάφοι, ίχνη της οποίας δεν είχαν μέχρι τότε αποκαλυφθεί. Τα αποτελέσματα της έρευνας του 1934 ήταν μεγάλης σημασίας. Αποκαλύφθηκε μεγάλων διαστάσεων κτίριο του 12ου αι. π.Χ. το οποίο ονόμασε ‘the House of the Bronzes’ (Οικία των Χάλκινων) λόγω του μεγάλου αριθμού χάλκινων αντικειμένων που βρέθηκε εντός του κτιρίου. Τα στοιχεία αυτά απέδειξαν ότι η αρχαία πόλη της Έγκωμης βρισκόταν στην ίδια περιοχή με τη νεκρόπολη.

Κατά την περίοδο 1946 – 1947 ο Schaeffer απεκάλυψε τμήματα των οχυρώσεων της πόλης και το 1948 κάλεσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων για να συμμετάσχει στις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου. Ο τότε έφορος του Κυπριακού Μουσείου Δρ. Π. Δίκαιος τοποθετήθηκε επικεφαλής της ομάδας του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

hist_064cΟ αρχαιολογικός χώρος δεν είναι ορατός από τη Σαλαμίνα και απλώνεται πίσω από ένα βραχώδες έξαρμα το οποίο απλώνεται στα δυτικά του σύγχρονου ομώνυμου χωριού, στην πλατιά πεδιάδα της Μεσαορίας. Η αρχαία αυτή πόλη αποτελεί την πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση πόλη που έχει συστηματικά ανασκαφεί στην Κύπρο και η ανασκαφική έρευνα μας έχει δώσει πολύ σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του νησιού κατά τη 2η χιλιετία π. Χ. Το υλικό που έχει έρθει στο φως εμπλουτίζει τις γνώσεις μας όσον αφορά την ιστορία της τέχνης του νησιού αλλά και για τις πολιτιστικές και οικονομικές επαφές του νησιού με άλλες περιοχές της Μεσογείου. Κατά την αρχαιότητα η Έγκωμη συνδεόταν με τη θάλασσα μέσω ενός πλωτού καναλιού το οποίο όμως βρίσκεται σήμερα επιχωματωμένο. Όπως και σε άλλες αρχαίες πόλεις της ίδιας περιόδου (βλ. Κίτιον), έτσι και η Έγκωμη διέθετε και λιμάνι.

Περί το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην Έγκωμη υπήρχε μικρή γεωργική κοινότητα η οποία είχε διαδεχτεί τη σημαντική πόλη της Καλοψίδας που βρίσκεται στα δυτικά της Έγκωμης. Η φάση αυτή διακόπηκε γύρω στο 1750 όταν οι Υξώς (αρχαίος λαός που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη) εισέβαλαν στην Αίγυπτο όπου και παρέμειναν μέχρι το 1580 π.Χ. Παρόλο που οι Υξώς δεν έφθασαν ποτέ στην Κύπρο είναι πιθανόν ότι το ανατολικό τμήμα του νησιού είχε επηρεαστεί από τις δραστηριότητές τους και ίσως είναι για το λόγο αυτό που δεν έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Έγκωμη που να χρονολογούνται στο 17ο. π.Χ. μέχρι τις αρχές του 16ου αι. π.Χ.

Το 1550 π.Χ. ξεκινά μια περίοδος ακμής για την Έγκωμη η οποία φαίνεται να λειτουργούσε ως σημαντικό κέντρο εκμετάλλευσης και εξαγωγής χαλκού στην ανατολή και τη δύση. Γύρω στο 1400 π. Χ. οι Μυκηναίοι άρχοντες του Αιγαίου, εξαπλώνονται προς ανατολάς, στα μεγάλα εμπορικά κέντρα των ανατολικών και νότιων ακτών της Κύπρου. Από τα κέντρα αυτά διεξάγουν το εμπόριό τους με την ανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία τους στην Έγκωμη φαίνεται από τα άφθονα Μυκηναϊκά αγγεία και άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί ως κτερίσματα σε τάφους. Η ύπαρξη πλούτου στην Έγκωμη εκδηλώνεται με το μεγάλο αριθμό χρυσών ταφικών αντικειμένων τα οποία φανερώνουν τις επαφές της Έγκωμης με την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και το Αιγαίο.

Οι τάφοι της πιο πάνω περιόδου έχουν ομοιότητες με τους τάφους του Κιτίου και της Ουγγαρίτ (Συρία) και είναι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο μέσα στις εσωτερικές αυλές των οικιών. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο χώρο χρονολόγησαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της πόλης σε μεταγενέστερη φάση από τους τάφους και έτσι πολλά από τα κατάλοιπα αυτά αφαιρέθηκαν.

Τα τέλη του 13ου αι. π. Χ συνδέονται με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων. Είναι κατά την περίοδο αυτή που ανεγέρθηκαν τα κυκλώπεια τείχη και οι πύργοι της πόλης. Τα τείχη έχουν αποκαλυφθεί σε όλη τους την έκταση, αποκαλύπτοντας έτσι και το μέγεθος της αρχαίας πόλης. Η πόλη εκτινόταν 400μ από Β – Ν και 350μ από Α-Δ. Κατά την ίδια περίοδο τροποποιήθηκε η ρυμοτομική διαρρύθμιση της πόλης. Οι δρόμοι τοποθετήθηκαν σε ευθείες γραμμές οι οποίες τέμνονταν κάθετα με άλλους δρόμους. Επίσης δημιουργήθηκε μια πλακοστρωμένη ‘δημόσια’ πλατεία. Επιπλέον, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανέγερση μνημειακών δημόσιων κτιρίων με νέα αρχιτεκτονική μορφή. Το χαρακτηριστικό των κτιρίων αυτών είναι η ύπαρξη μεγάλων τετραγωνισμένων λαξευτών λίθων, στοιχείο πιθανόν που να παραπέμπει σε ανατολικά πρότυπα αφού τα βρίσκουμε και στην Ουγκαρίτ. Επίσης εμφανίζονται και Ελληνικά στοιχεία όπως η χρήση του Μυκηναϊκού ‘μεγάρου’.
Βρίσκεται πάνω στον 5ο δρόμο και ο Schaeffer το θεώρησε ως παλάτι Αχαιού αρχηγού. Το μήκος του ξεπερνά τα 40μ και είναι κτισμένο με μεγάλους τετραγωνισμένους λίθους κάποιοι από τους οποίους ξεπερνούν τα 3μ σε μήκος και 1,40μ ύψος. Το κτίριο αυτό καταστράφηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. και ξανακτίστηκε λειτουργώντας ως εργαστήριο χωρισμένο σε πολλά δωμάτια. Στην εσωτερική αυλή του κτιρίου 18 η Σουηδική αποστολή ανέσκαψε τον Τάφο 18 ο οποίος θεωρήθηκε ως πιθανός τάφος ενός από τους πρώτους Αχαιούς που κατέφθασαν στην Κύπρο.
Το Ιερό αυτό αποτελείται από μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο το οποίο περιβάλλουν άλλα βοηθητικά δωμάτια. Aπό το κτίριο αυτό (το νότιο του τμήμα) προέρχεται το γνωστό χάλκινο αγαλματίδιο του ‘Κερασφόρου Θεού’ (σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία). Οι ανασκαφική έρευνα που έγινε κάτω από το δάπεδο του ιερού απεκάλυψε αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται από το 16ο μέχρι τον 13ο αι. π. Χ.
Μεταξύ του 4ου και του 5ου δρόμου και ανατολικά της πλακοστρωμένης πλατείας είναι κτισμένο ακόμη ένα ιερό μέσα στο οποίο βρέθηκε το χάλκινο αγαλματίδιο του θεού ιστάμενου σε τάλαντο. Το ιερό αποτελείται από ένα μεγάλο δωμάτιο διαστάσεων 16 Χ 10μ που περιβάλλεται από βοηθητικά δωμάτια. Οι τοίχοι του κυρίως δωματίου φέρουν κτιστά έδρανα όπου οι πιστοί τοποθετούσαν τις λατρευτικές τους προσφορές.

Τάφοι

Η Έγκωμη είναι κατάσπαρτη από τάφους λαξευμένους στο φυσικό βράχο, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στις εσωτερικές αυλές των κτισμάτων. Υπάρχουν και κτιστοί τάφοι στα ανατολικά του ‘Ιερού του Κερασφόρου Θεού’. Δύο από τους τάφους αυτούς έχουν ορθογώνια κάτοψη και επίπεδες στέγες αποτελούμενες από λίθινη πλάκα. Μια λίθινη κλίμακα οδηγούσε στο ‘στόμιο’ του τάφου. Οι περισσότεροι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι αλλά μπορούν να χρονολογηθούν στο 13ο αι. π. Χ. Ο τρίτος τάφος είναι θολωτός. Το κατώτερό του τμήμα είναι κτισμένο με λίθους ενώ το ανώτερο με ψημένους πλίνθους. Έχει ωοειδή κάτοψη και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην Κύπρο. Χρονολογείται στο 13ο αι. π. Χ.

Με τις επιδρομές των ‘Λαών της Θάλασσας’ ξεκίνησε η παρακμή της Έγκωμης αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να φανερώνουν ότι έπαυσε να παίζει η πόλη αυτή, σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή του νησιού. Η παραγωγή χαλκού εξακολούθησε να αποτελεί τη βασική οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Το μεγάλο ‘παλάτι’ (Κτίριο 18) έχασε σταδιακά την αίγλη του αλλά το Ιερό εξακολούθησε να υφίσταται.

Στα τέλη του 11ου αι. π. Χ η Έγκωμη καταστράφηκε από σεισμό και οι κάτοικοι σταδιακά εγκατέλειψαν την πόλη. Το νέο πολιτιστικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο έμελλε να είναι η Σαλαμίνα.

Βιβλιογραφία:

Dikaios, P. 1969 and 1971, Egkomi: Excavations 1948 – 1958. Vols I – III. Mainz.
Τμήμα Αρχαιοτήτων

Read More

Η Πα­να­γί­α του Καντσβώρ

Η εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ ή της Κα­λού­σας (α­πό το ρή­μα ganchel=κα­λώ) βρί­σκε­ται στο βο­ρειο­δυ­τι­κό ά­κρο της πε­ρι­τει­χι­σμέ­νης πό­λης της Αμ­μο­χώ­στου, σε ε­λά­χι­στη α­πό­στα­ση α­πό τα ε­ρεί­πια της πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρης εκ­κλη­σί­ας των Καρ­με­λι­τών.
Η πα­ρου­σί­α των Αρ­με­νί­ων στην Αμ­μό­χω­στο χρο­νο­λο­γεί­ται του­λά­χι­στον α­πό την ί­δρυ­ση της Αρ­με­νι­κής Ε­πι­σκο­πής το 12ο αιώ­να· πε­ρί το 1360, η αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α της πό­λης α­ριθ­μού­σε 1.500 ψυ­χές. Ε­πί Φρα­γκο­κρα­τίας και Ε­νε­το­κρα­τί­ας (1192-1489-1570), στην Αμ­μό­χω­στο – μια α­πό τις λα­μπρό­τε­ρες πό­λεις της Ευ­ρώ­πης – οι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν ση­μα­ντι­κή συ­νει­σφο­ρά στο ε­μπό­ριο και διέθε­ταν τρεις εκ­κλη­σί­ες: του Α­γί­ου Σερ­γί­ου, της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας και της Πα­ναγί­ας του Καντσ­βώρ, που πι­στεύ­ε­ται πως α­πο­τε­λού­σε τμή­μα ε­νός ση­μα­ντι­κού μο­να­στι­κού, πο­λι­τι­στι­κού και θε­ο­λο­γι­κού ι­δρύ­μα­τος, στο ο­ποί­ο σπού­δα­σε ο Άγιος Νερ­σής ο Λα­μπρο­ναί­ος (1153-1198)· διέ­θε­τε ε­πί­σης σκρι­πτό­ριο, χει­ρό­γρα­φα του ο­ποί­ου σώ­ζο­νται στην αρ­με­νι­κή Μο­νή του Α­γί­ου Ια­κώ­βου στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές και για μια τέ­ταρ­τη εκ­κλη­σί­α, του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, κα­θώς ε­πί­σης και μια αρ­με­νο­κα­θο­λι­κή της Πα­να­γί­ας των Πρα­σί­νων (de Vert).

Προ­σφύ­γες από την Κιλικία

Η σε­μνή εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ φαί­νε­ται ότι κτί­στη­κε με α­φορ­μή την ά­φι­ξη αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων που διέ­φυ­γαν α­πό τις επι­θέ­σεις των Μα­με­λού­κων στην Αι­γαί­α της Κι­λι­κί­ας το 1346. Η τε­χνο­τρο­πί­α της εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κά αρ­με­νι­κή, ω­στό­σο η λι­θο­δο­μί­α της εί­ναι κυ­πρια­κή. Θυ­μί­ζει έ­να τε­τρά­γω­νο φρού­ριο με η­μι­θο­λω­τή α­ψί­δα στα α­να­το­λι­κά, έ­να πα­ρεκ­κλή­σι στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλευ­ρά, σταυ­ρό­σχη­μη στέ­γη και κε­ντρι­κό σφη­νό­λι­θο σε σχή­μα λου­λου­διού. Η στέ­γη εί­ναι α­πό ο­ρι­ζό­ντια γεί­σα, ε­νώ τα πα­ρά­θυ­ρα μι­κρά και α­ψι­δω­τά. Στους τοί­χους υ­πήρ­χαν, σε κα­κή κα­τά­στα­ση, αρ­μενι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες που α­πει­κό­νι­ζαν την Πα­να­γί­α και το Χρι­στό, Α­πο­στόλους και Πα­τριάρ­χες, την Α­νά­στα­ση του Ι­η­σού, τη μα­στί­γω­ση του Κυ­ρί­ου, τη μετα­φο­ρά του Σταυ­ρού, τη σταύ­ρω­ση και την τα­φή του Χρι­στού, τον ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου, τη Θεί­α Γέν­νη­ση, τη Θεί­α Βά­φτι­ση, τον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο, την Α­γί­α Ε­λέ­νη, τον Ά­γιο Ιω­άν­νη τον Πρό­δρο­μο και την κοί­μη­ση της Θεο­τό­κου. Κά­ποιες ε­πι­χεί­ρη­σε να α­πο­κα­λύ­ψει ο George Jeffery το Νο­έμ­βριο του 1912. Μέ­χρι και λί­γο με­τά το 1862 υ­πήρ­χε ε­πί­σης έ­να μι­κρό κα­μπα­να­ριό.
Η εκ­κλη­σί­α χρη­σι­μο­ποιεί­το μέ­χρι και το 1571, ό­ταν -με­τά α­πό μια 11μηνη πο­λιορ­κί­α- την πό­λη κα­τέ­λα­βαν οι Ο­θω­μα­νοί με τον πιο βάρ­βα­ρο τρό­πο. Α­μέσως με­τά τη σφα­γή των κα­τοί­κων και τη λε­η­λά­τη­ση και την ιε­ρό­συ­λη βε­βή­λωση των δε­κά­δων εκ­κλη­σιών της, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου έ­γι­νε ά­βα­το για τους μη-Μου­σουλ­μά­νους μέ­χρι και τα πρώ­τα χρόνια της Αγ­γλο­κρα­τί­ας (1878-1960).

H α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας

Με­τά α­πό με­σο­λά­βη­ση του Αρ­χιε­πι­σκό­που Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν, μέ­σω του Μι­χράν Σε­βαζ­λιάν και του Δι­κη­γό­ρου του Στέμ­μα­τος Κα­σπάρ Α­μιρα­γιάν, ο Έ­φο­ρος Αρ­χαιο­τή­των George Jeffery, έ­δει­ξε εν­δια­φέ­ρον για την εκ­κλησί­α και τον Ιού­λιο του 1907 το­πο­θε­τή­θη­κε σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα και έ­γι­ναν με­ρι­κές συ­ντη­ρή­σεις, ε­νώ το Δε­κέμ­βριο του 1907, μα­ζί με άλ­λες πα­ρα­κεί­με­νες εκ­κλη­σί­ες, πε­ρι­λή­φθη­κε στον κα­τά­λο­γο των αρ­χαί­ων μνη­μεί­ων βά­σει του Νό­μου Αρ­χαιο­τή­των IV/1905. Τον Ια­νουάριο του 1931 έ­γι­νε εκ­κα­θά­ρι­ση των χα­λα­σμά­των. Στις 15 Μαρ­τί­ου 1932 ξε­κί­νη­σε η α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε στα τέ­λη Νο­εμ­βρί­ου. Κα­τά το διά­στη­μα αυ­τό, ο Jeffery έ­κα­νε τα­κτι­κές ε­πι­σκέ­ψεις, ε­νώ ο Αμι­ρα­γιάν φαί­νε­ται ό­τι ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη πως το οι­κο­δό­μη­μα θα ή­ταν κα­λό να δια­τη­ρη­θεί ως ε­θνι­κό μνη­μεί­ο πα­ρά ως εκ­κλη­σί­α.
Ω­στό­σο, λό­γω της πλη­θυ­σμια­κής αύ­ξη­σης της αρ­με­νι­κής παροι­κί­ας της Αμ­μο­χώ­στου, ως α­πο­τέ­λε­σμα της Αρ­με­νι­κής Γε­νο­κτο­νί­ας, το ζή­τη­μα προ­σέλ­κυ­σε την προ­σο­χή της Αρ­με­νι­κής Μητρό­πο­λης Κύ­πρου. Στις 19 Α­πρι­λί­ου 1934 ο Συ­γκα­θή­με­νος Κα­θόλι­κος (Πα­τριάρ­χης) του Με­γά­λου Οί­κου της Κι­λι­κί­ας, Παπ­κέν Γκιου­λε­σε­ριάν, επι­σκέ­φθη­κε την εκ­κλη­σί­α. Ε­κεί διέ­κρι­νε τον αρ­με­νι­κό αρ­χι­τε­κτο­νι­κό ρυθ­μό της, τις τοι­χο­γρα­φί­ες, το ιε­ρό και το βα­φτι­στή­ρι στο βό­ρειο τμή­μα της. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες δυ­στυ­χώς εί­χαν σχε­δόν κα­τα­στρα­φεί, ε­νώ στη διάρ­κεια των αιώ­νων Αρ­μέ­νιοι και άλ­λοι εί­χαν χα­ρά­ξει τα ο­νό­μα­τά τους πά­νω στους τοί­χους. Εί­ναι δε εν­δια­φέ­ρον να α­να­φέ­ρου­με ό­τι, κα­τά την ε­πί­σκε­ψή του στην πε­ριοχή, ο Παπ­κέν ε­ντό­πι­σε έ­να χα­τσκάρ στο βο­ρειο­δυ­τι­κό τμή­μα μιας εκ­κλη­σί­ας ό­χι μα­κριά α­πό την εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Κα­ντσβώρ.

Συμ­βό­λαιο για εκ­μί­σθω­ση

Με­τά την ε­πί­σκε­ψή του, ο Παπ­κέν ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη ό­τι θα έ­πρεπε η εκ­κλη­σί­α να δο­θεί σους Αρ­μέ­νιους. Έ­τσι, ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν ήρ­θε σε ε­πα­φή με το Τμή­μα Αρ­χαιο­τή­των. Ω­στό­σο, α­παι­τού­νταν 100 σελίνια για ε­πι­διορ­θώ­σεις, τις ο­ποί­ες δεν μπο­ρού­σε να δια­θέ­σει η Μη­τρό­πο­λη. Τε­λι­κά, συμ­φω­νή­θη­κε η εκ­μί­σθω­ση της εκ­κλη­σί­ας για πε­ρί­ο­δο 99 ε­τών, με ο­νο­μα­στι­κό ε­νοί­κιο 5 σε­λί­νια/έ­τος. Το συμ­βό­λαιο υ­πο­γρά­φη­κε στις 7 Μαρτί­ου 1936, με προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι οι £60 θα δί­νο­νταν ά­με­σα για τις α­να­γκαί­ες ε­πι­διορθώ­σεις. Τις £60 τε­λι­κά έ­δω­σε ο ντό­πιος γαιο­κτή­μο­νας Στε­πάν Ε­ρα­μιάν, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο κα­λύ­φθη­κε α­πό ει­σφο­ρές με­λών της κοι­νό­τη­τας.
Με­τα­ξύ 1937-1944 έ­γι­ναν διά­φο­ρες ε­πι­διορ­θώ­σεις με την ι­διαί­τε­ρη φρο­ντίδα του νέ­ου Ε­φό­ρου Αρ­χαιο­τή­των, Theophi-lus Mogabgab· λό­γω του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, το έρ­γο προ­χω­ρού­σε αρ­γά. Τε­λι­κά, η πρώ­τη Λει­τουρ­γί­α τε­λέ­στη­κε την Κυ­ριακή, 14 Ια­νουα­ρί­ου 1945 α­πό τον Αρ­χι­μαν­δρί­τη Κρι­κόρ Μπα­χλα­βου­νί (γνω­στό και ως «Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ», πι­θα­νό­τα­τα α­πό τραυ­μα­τι­σμό που υ­πέστη κα­τά την υ­πη­ρε­σί­α του στην Αρ­με­νι­κή Λε­γε­ώ­να) με πα­ρου­σί­α πλή­θους κό­σμου. Στις 22 Α­πρι­λί­ου 1945 ε­δώ έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη τε­λε­τή μνή­μης της Γε­νο­κτο­νί­ας, χο­ρο­στα­τού­ντος και πά­λιν του Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ. Το 1947 ή το 1948 ε­δώ λει­τούρ­γη­σε ο Κα­θό­λι­κος (Πα­τριάρ­χης) Κα­ρε­κίν Α’.
Η βά­ση του σταυ­ρού δω­ρή­θη­κε το 1949 α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Τζε­ρετζιάν, ε­νώ το βα­φτι­στή­ρι α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Νι­κο­λιάν. Η εκ­κλη­σία γιόρ­τα­ζε την τρί­τη Κυ­ρια­κή του Μά­η, αλ­λά και στις άλ­λες γιορ­τές της Πα­ναγί­ας και λει­τουρ­γού­σε με­ρι­κές φο­ρές το χρό­νο. Ω­στό­σο, κα­θώς η εκ­κλη­σί­α ήταν μα­κριά α­πό τα Βα­ρώ­σια, στα ο­ποί­α κα­τοι­κού­σαν οι Αρ­μέ­νιοι της Αμ­μο­χώ­στου, το χει­μώ­να οι Λει­τουρ­γί­ες τε­λού­νταν συ­νή­θως στο ε­νοι­κια­ζό­με­νο κτί­ριο του Αρ­με­νι­κού Σχο­λεί­ου Αμ­μο­χώ­στου.

Σε τουρ­κι­κό γκέ­το

Στις 8 Μαρ­τί­ου 1957 η εκ­κλη­σί­α κά­η­κε α­πό εξ­τρε­μι­στές Τουρ­κο­κύ­πριους, που τη διέρ­ρη­ξαν και προ­κά­λε­σαν ζη­μιές £300-£400. Το γε­γο­νός αυ­τό έ­κα­νε τη Μη­τρό­πο­λη να ζη­τή­σει μια άλ­λη εκ­κλη­σί­α, κά­τι που οι α­ποι­κια­κές αρ­χές αρ­νή­θη­καν. Τε­λι­κά, α­πό το 1962 και με­τά α­πό πα­ρα­χώ­ρη­ση της Ιε­ράς Αρ­χιεπι­σκο­πής Κύ­πρου, η πα­ροι­κί­α της Αμ­μο­χώ­στου χρη­σι­μο­ποιού­σε την εκ­κλη­σί­α της Α­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ής στα Κά­τω Βα­ρώ­σια, ε­νώ για τις ση­μα­ντι­κές Λει­τουρ­γί­ες χρη­σι­μο­ποιό­ταν η εκ­κλη­σί­α το Α­γί­ου Ιω­άν­νη. Α­πό τον Ια­νουά­ριο του 1964, με­τά την εκ­δή­λω­ση της τουρ­κο­κυ­πρια­κής α­νταρ­σί­ας, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη κα­τέστη τουρ­κι­κό γκέ­το και α­προ­σπέ­λα­στη για τους Χρι­στια­νούς, ε­νώ τον Αύ­γου­στο του 1974 κα­τα­λή­φθη­κε α­πό τους τούρ­κους ει­σβο­λείς, ό­πως και η υ­πό­λοι­πη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1964-2005, ό­ταν πλέ­ον α­πο­χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε α­πό «στρα­τιω­τι­κή πε­ριο­χή», χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως οι­κί­α, στά­βλος, πυ­ρι­τι­δα­πο­θή­κη, ο­πλα­πο­θή­κη και α­πο­θή­κη προ­μη­θειών.
Λε­η­λα­τη­μέ­νη, βου­βή και α­λει­τούρ­γη­τη, πε­ρι­μέ­νει υ­πο­μο­νε­τι­κά την επι­στρο­φή των νό­μι­μων ι­διο­κτη­τών της, μα­ζί με το ε­ρει­πω­μέ­νο Αρ­με­νο­μο­νά­στηρο (Μο­νή Α­γί­ου Μα­κα­ρί­ου) στη Χα­λεύ­κα και την (υ­πό ε­πι­διόρ­θω­ση) εκ­κλη­σί­α της Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας στην πα­λιά Λευ­κω­σί­α.
Α­λέ­ξαν­δρος-Μι­χα­ήλ Χατζη­λύ­ρας
Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011
Armenia. Gr

Read More

Βάσος Καραγιώργης

Βάσος Καραγιώργης: Μια Ολόκληρη Ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία

Ο Βάσος Καραγιώργης διετέλεσε για 26 χρόνια διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 1992 μέχρι το 1996 καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία. Είναι Ξένος Εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών και έχει λάβει διακρίσεις από πολλά ξένα πνευματικά και επιστημονικά ιδρύματα. Τον Μάϊο του 2008 ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία.
“… Σε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με αντικείμενα, που όταν τα έπιανα στα χέρια μου νόμιζα πως είχαν ψυχή, τα χάιδευα και τα ενθάρρυνα να μου πουν τα μυστικά τους, να μου μιλήσουν από μόνα τους, χωρίς τη βοήθεια θεωριών και μοντέλων”, γράφει ο Βάσος Καραγιώργης ……….
Η αυτοβιογραφία του Βάσου Καραγιώργη «ρίχνει φως στις μικρές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής του δρος Καραγιώργη, που συνθέτουν το πορτρέτο ενός δυναμικού και αφοσιωμένου ανθρώπου που εξακολουθεί ακατάπαυστα να εργάζεται για την έρευνα και την προώθηση του κυπριακού πολιτισμού» ……….
Ως διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων εφάρμοσε μια φιλελεύθερη πολιτική για τις ξένες αρχαιολογικές αποστολές στην Κύπρο, γεγονός που ανήγαγε την Κυπριακή Αρχαιολογία σε διεθνή επιστημονικό κλάδο.
Ο Β. Καραγιώργης γεννήθηκε το 1929, στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Τρίκωμο. Φοίτησε με υποτροφία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία και το 1948 έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, μετά από μια μικρή περίοδο φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν επέστρεψε, το 1952, διορίστηκε βοηθός έφορος του Κυπριακού Μουσείου και άρχισε ανασκαφές στη Σαλαμίνα και αλλού. Το 1960 διορίστηκε έφορος του Κυπριακού Μουσείου, το 1963 αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων και το Φεβρουάριο του 1964 διορίστηκε επίσημα στη θέση του διευθυντή, την οποία διατήρησε για είκοσι έξι χρόνια. Αφυπηρέτησε το 1989, μετά από υπηρεσία τριάντα επτά χρόνων στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.

( απο το βιβλίο : μια ολόκληρη ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία
…εικονίζεται ο Βάσος Καραγιώργης με τον αείμνηστο φίλο του Σουηδό Einar Gjerstad . O Gjerstad , ο αρχηγός το 1923 της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής-της πρώτης οργανωμένης προσπάθειας για ανασκαφές στην Κύπρο με επιστημονικό τρόπο- έθεσε τις βάσεις για τη μελέτη της Κυπριακής Προϊστορίας.
Ο Βάσος Καραγιώργης γράφει ότι το 1974 ο Gjerstad πώλησε το εξοχικό του σπίτι στο Lund της Σουηδίας , την μοναδική περιουσία που κατείχε, και έστειλε τα χρήματα για τη βοήθεια των Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
«Αν γνώριζε ο Ηρόδοτος τον Einar Gjerstad θα τον συμπεριλάμβανε στην ομάδα εκείνων, που όπως ο ίδιος λέει, είναι πάντοτε νέοι». )

Read More

Σαλαμίνα

Πάνω στο κύμα και σε μεγάλη έκταση γης ανακαλύφθηκε πριν από 63 χρόνια η περίφημη πρωτεύουσα της αρχαίας εποχής στην Κύπρο, η Σαλαμίνα! Η μεγαλόπρεπης και περίφημη ανά τους αιώνες πόλη, αν και καταστράφηκε από τους σεισμούς και λεηλατήθηκε μετά την τουρκική Εισβολή με παράνομες ανασκαφές που βρίσκονται σε εξέλιξη μέχρι και σήμερα, θεωρείται ο σπουδαιότερος αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου μαζί με την Πάφο. Εκεί βρίσκεται ένα θαυμάσιο υπαίθριο θέατρο, εφάμιλλο με εκείνο της Επιδαύρου καθώς και το περίφημο Γυμνάσιο με τις χαρακτηριστικές κολώνες του, αλλά και τεράστιος όγκος αρχαιολογικών ευρημάτων μέσα από τους αμέτρητους τάφους που ανασκαφήκαν. Η Σαλαμίνα για χίλια χρόνια υπήρξε η πρωτεύουσα της Κύπρου και το βασίλειό της το σημαντικότερο από τα δώδεκα βασίλεια που υπήρχαν σε ολόκληρο το νησί. Στη Σαλαμίνα βασίλευαν περίφημοι βασιλείς μεταξύ των οποίων ο Ευαγόρας ο Α΄(435-374 π.X.), όπου συμφώνα με τον Ισοκράτη, ήταν «άξιος να βασιλεύει όχι μόνο της Σαλαμίνας, αλλά και της Aσίας όλης».

Η παράδοση, οι κατακτητές και οι μετονομασίες της πόλης.

Σύμφωνα με την παράδοση ο ιδρυτής της πόλης Τεύκρος, υιός του βασιλιά της Ελλαδικής Σαλαμίνας Τελαμώνα, έφθασε στην Κύπρο ύστερα από το τέλος του τρωικού πολέμου και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, γιατί ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του, επειδή δεν προφύλαξε τον αδελφό του Αίαντα από την αυτοκτονία.

Ειναι εδω που συμφωνα με την τραγωδια του Ευριπίδη (485 π.Χ. – 406 π.Χ.) “Ελενη” ο μυθικός Τευκρος αναφωνει:

«Eς γην εναλίαν Kύπρον ου μ εθέσπισεν οικείν Aπόλλων, όνομα νησιωτικόν Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας»

Ελεύθερη Μεταφραση: <<Στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ, δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της πατρίδας μου >>

Read More

1920

1920

Κατάληψη της Οδησσού από τον Κόκκινο Στρατό

Ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη

Οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου στις Ηνωμένες Πολιτείες

Ο Κεμάλ Ατατούρκ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο

Ο Πάντσο Βίλα αποσύρεται από την επαναστατική του δράση στο Μεξικό

Με τη Συνθήκη των Σεβρών αναγνωρίζεται η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία

Κυκλοφορεί στο Βαρώσι η πολιτική εφημερίδα «Κύπρος»,
με εκδότη και διευθυντή τον Λούη Γεωργίου Λοΐζου,
που εξέδιδε επίσης και την εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Μικρούλα»

Ο σερ Μάλκολμ Στήβενσον διορίζεται ως Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου

Read More

Οι τάφοι τῆς Σαλαμῖνας τῆς Κύπρου

Ἀναφορὰ στοὺς τάφους τῆς Σαλαμῖνας τῆς Κύπρου ὅπου οἱ μεγαλοπρεπεῖς νεκρώσιμες τελετὲς περιλάμβαναν καὶ θυσία ἀλόγων. Παρατηρήθηκε ἀκόμα καὶ ταφὴ ζωντανῶν ἀλόγων, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ σκελετὸς ἑνὸς ἀλόγου σὲ ἀγωνιώδη στάση, μὲ τὸν λαιμὸ τεντωμένο καὶ γονατιστὰ τὰ δύο μπροστινά του πόδια ἐνῶ προσπαθεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Κοντὰ στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, στὴν Ἔγκωμη, βρέθηκε ἕνα ἀγγεῖο ποὺ ὀνομάστηκε ʺκρατῆρας τοῦ Διόςʺ, ἐπάνω στὸ ὁποῖο εἰκονίζεται μιὰ ἐπίσημη ἀνδρικὴ μορφὴ ποὺ φορεῖ ἱερατικὸ χιτῶνα καὶ κρατεῖ ζυγό. Ἡ μορφὴ στέκεται μπροστὰ σὲ ἅρμα καὶ πιστεύεται ὅτι εἶναι ὁ Ζεὺς ποὺ κρατᾶ τὴ ʺζυγαριὰ τῆς Μοίραςʺ, ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πεπρωμένου ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ἀποφύγει.

Πὲς γυρισμός…

Καὶ δύο ἄλογα

Θ᾿ ἀνασηκώσουν τὸ κεφάλι

Καθὼς στὸ πεποικιλμένο τους ἅρμα

Γιὰ τὴν τελευταία του κατοικία

Ὁ Ἄρχοντας ταξιδεύει.

Καὶ στὴν ἀναγκαία τελετουργικὴ στάση

Μπροστὰ στὸν ὑψωμένο ζυγό, σπαραχτικὰ

Θὰ χλιμιντρίσουν γιὰ τελευταία φορὰ

Θὰ χτυπήσουν τὸ πόδι στὸν δρόμο δυνατὰ

Θὰ σκεπάσουν τὴν οἰμωγὴ τοῦ πλήθους

Καὶ θὰ προχωρήσουν.

Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ

Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα

Οὔτ᾿ ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν

Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.

Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ᾿ τὴ μοῖρα του

Οὔτε ἡ πόλη

Οὔτε ὁ Ἄρχοντας

Οὔτε καὶ τ᾿ ἄλογα.

Ἐδῶ θὰ μείνουν

Δίπλα στὴ θάλασσα

Δίπλα στὴν πόλη τους

Μὲ τὸ κεφάλι μπροστὰ ἐναγωνίως τανώντας

Τὰ γονατισμένα πόδια πασχίζοντας νὰ ὀρθώσουν

Ἕτοιμα γιὰ ἀναχώρηση

Ὣς ὀφείλουν νὰ εἶναι.

Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ
Διθαλάσσου, Κάρβας, 2012

Excavating the dromos of tomb 50, from the book “Salamis of Cyprus” by Dr. Vasos Karageorghis

Read More

Η ιστορία του πολιτοφύλακα

Τη μια φορά η πατρίδα μου
Το έβαλε στα πόδια
( είχε προηγηθεί των στρατιωτών της η τακτική φυγή- ούτε για δείγμα
Δεν έμεινε κανείς, έστω 50 έστω λεπροί αποφασισμένοι)
Και στρατοπέδευσε ο κατακτητής
Τριγύρω απο τη πόλη. Που να φανταστεί
Πως άθικτο του αφήσανε το τραπέζι
( φύγανε όλοι ,γάτοι και ποντίκια –
Κανένας δεν στοχάστηκε να δέσει
απο τον σπάγγο έστω κάτι επισφαλές )
Σε 3 μέρες μπήκε μέσα με προφύλαξη

Εδώ σημειώνω την ιστορία του πολιτοφύλακα Ανδρέα , του παντοπώλη .

Κι επειδή γειτόνευε με των γονιών μου το σπίτι , του τηλεφώνησα την Τρίτη μέρα του περί κυκλώματος . Δεν το περίμενα να σήκωνε κανένας το τηλέφωνο – στη τύχη δοκίμασα , γιατί όταν είσαι πια χαμένος , απελπισμένος, ελπίζεις απο πουθενά . Το πήρε κι ούτε μου είπε το γνωστό πήρατε λάθος αριθμό, εμείς δεν εχουμε τηλέφωνο. Αλλά : οι γονείς σου φύγανε με τους άλλους. Μείναμε λιγοστοί πολιτοφύλακες . Οι Τούρκοι δεν ξεμύτισαν , τι λέτε τώρα! Πηγαίνουμε στην αγορά για τα φθαρτά. Για μένα δηλαδή τα παίρνω.Πού να τα πουλήσω; Αυτό μπορεί το τηλεφώνημα μου να ήτανε το τελευταίο που γίνηκεν στην πόλη πρίν πατηθεί . Της ιστορίας συνέχεια. Ο Αντρέας όταν οι Τούρκοι μπήκαν για τα καλά καταφεύγει στο σπίτι μιας κατάκοιτης γριάς , που δεν πρόλαβαν τα παιδιά της να την πάρουνε μαζί με τις αποσκευές τους . Δεν ξέρουμε αν αυτή συμβόλιζε την πόλη – ο χρόνος θα δείξει. Και μη λυπάσαι μάνα , της έλεγε ο Αντρέας . Τώρα εχεις εμένα για παιδί σου. Είμαι κι εγω κυνηγημένος , αποφασισμένος να ζήσω κλέβοντας τα βραδιά απο το μαγαζί μου τρόφιμα και για τους δυό μας. Και νάθελα να φύγω πια δεν το μπορώ. Γύρω γύρω Τούρκοι μενεξέδες και στη μέση εσύ κι εγώ. Πέρασαν μέρες και μεγάλες νύχτες . Οι Τούρκοι ψάχνοντας ζύγωσαν τη γριά . Ο Αντρέας κρυμμένος βγήκε στη στεριά , δεινοπαθώντας χάθηκε μες στο σκοτάδι πίσω του σπέρνοντας γαυγίσματα και μπαταριές. Χάρη στα γένια του που σμίγανε με το χορτάρι τα χέρια του που μοιάζανε με ξερόκλαδα μπόρεσε και ξεγλύστρησε απο μια γωνιά. Φτάνει στο πρώτο ύψωμα των Πανελλήνων ρωτάει, μαθαίνει , τρέχει βρίσκει τη γυναίκα του σε ενα προσφυγικό κατακλυσμό. Μπαίνει μες στη σκηνή τη βλέπει να κοιμάται . Ξαπλώνει πλάι της σκοτωμένος απο εξάντληση . Τρεις κόρες του , τρείς μοίρες σε ύπνο βυθισμένες. Κάποια στιγμή απο όνειρο κακό η γυναίκα του πετιέται . Βλέπει τον ξένο δίπλα της ουρλιάζει. Ποιος ειναι αυτός που θέλει να με ατιμάσει ; Παίρνει σανίδα τον χτυπά οι κόρες ξεσηκώνονται. Μαζεύεται σκόνη πολλή λαός και παιδομάνι . Εκείνος γονατίζει. Είμαι ο άντρας σου. Είμαι ο Αντρεας της οδού Ιλαρίωνος. Επάγγελμα μπακάλης . Οχι δεν απόθανα. Εκείνη τον φιλά και τον σκεπάζει. Δάκρυα βροχή στα γένια τα φρυγμένα. Οι θυγατέρες του τον θυμιατίζουν . Παιδιά πετάνε ροδοπέταλα και ρύζι. Παππας εκεί τους ψέλνει….ους ο θεός ….

Τέλος της ιστορίας κι επαναφορά….

Στη δεύτερη και θλιβερή φορά : Πατρίς εν εξορία ψηφίζει εκείνους που τη δέςαν στη σκλαβιά .
Η μνήμη δεν εχει παιδιά, είναι γυναίκα στείρα
Της αρετής ο άντρας , της τέχνης εραστής
Μονάχα αυτά βλέπει και συλλογάται.

Ανοίγοντας παρένθεση λέμε και τούτο :
Ξέρουμε που θα πάμε πίσω αυτά θα χρησιμέψουν σαν παλιός ρυθμός.κάποιος πρέπει να τα πεί. Ενας μεγάλος ευεργέτης δωρητής να τα περισώσει. Πάνω σε αυτά θα στηριχτούμε αργότερα να φτιάξουμε ιστορία. Οτι απο εδώ θα ξεκινήσει το καινούργιο . Τότε θα ανεγερθεί κι ένα μνημείο σε όσα χαμένα διατρέχουν τη πεδιάδα. Μνημείο συμπαγές απο χαλκό κι απο τσιμέντο – να στολίζουν αυτή τη Πόλη .

Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Αμμόχωστος Βασιλεύουσα

Read More

Αναμνήσεις

Μεταξύ των ετών 1946 και 1949, περίπου 53.000 Εβραίοι κρατήθηκαν υπό περιορισμό παρά τη θέληση τους σε στρατόπεδο της επαρχίας Αμμοχώστου και Λάρνακας εκ των οποίων γύρω στους 30.000 έζησαν σε 5 στρατόπεδα στον Καράολο στα περίχωρα των Βαρωσίων.
Οι πρώτοι Εβραίοι πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στο λιμάνι της Αμμοχώστου τον Αύγουστο του 1946 με τα πλοία του βρετανικού στρατού Εμπάιαρ Ράιβαλ και Εμπάιαρ Χαίυγουντ. Επρόκειτο για την περίοδο μετά το τέλος του Β´ παγκοσμίου πολέμου και πολλοί Εβραίοι συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που κατάφεραν να βγούν ζωντανοί απο τα στρατόπεδα συγκέντρωσης , είχαν χάσει τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους . Οι περισσότεροι απο αυτούς ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη για να κάνουν μια καινούργια αρχή. Ωστόσο η καταπσταση στην Παλαιστίνη παρέμενε συγκεχυμένη καθως η βρετανική διακυβέρνηση είχε επιβάλει περιορισμούς στον αριθμό των Εβραίων μεταναστών στη Παλαιστίνη . Οι Βρετανοί ήθελαν να περιορίσουν ή και να σταματήσουν εντελώς τη μετανάστευση φοβούμενοι την αντίδραση των παλαιστινίων ή και των Αράβων . Οι Εβραίοι που έφευγαν με πλοία απο την Ευρώπη συλλαμβάνονταν στη θάλασσα και στέλνοντα σε στρατόπεδα στη Κύπρο . Κάποιοι παρέμειναν στη Κύπρο γι αρκετούς μηνες ενώ άλλοι χρειάστηκε να ζήσουν στα στρατόπεδα έως και δυο χρόνια μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ τον Νάιο του 1948.
Ωστόσο ακόμη και μετα την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ οι Βρετανοί συνέχιζαν να κρατούν 8.000 Εβραίους άνδρες που βρίσκονταν σε ηλικία στράτευσης και 3.000 συζύγους τους για να τους εμποδίσουν να εμπλακούν στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1949 μετα την αναγνώριση του Ισραηλινού κράτους απο τη βρετανική κυβέρνηση .
Αμμόχωστος
Αναμνήσεις
Α. Σωτηρίου

Read More