Ο αρχαιολογικός χώρος της Έγκωμης αποτελεί έναν από τους πλουσιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο. Η αρχαία αυτή πόλη βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Κύπρου, περίπου 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σαλαμίνας και στα δυτικά του σύγχρονου χωριού της Έγκωμης στην επαρχία Αμμοχώστου. Με την τουρκική εισβολή του 1974 ο χώρος βρίσκεται υπό την κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων.
Οι πρώτες έρευνες στο χώρο έγιναν το 1896 από την αρχαιολογική αποστολή του Βρετανικού Μουσείου όταν αποκαλύφθηκε αριθμός τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα όπως: χρυσά αντικείμενα, αντικείμενα από ελεφαντοστό, σκαραβαίους και κυρίως Μυκηναϊκά αγγεία.
Το 1913 ο Sir John Myres μαζί με τον τότε Έφορο του Κυπριακού Μουσείου, M. Μαρκίδη, διεξήγαγαν σύντομη αρχαιολογική έρευνα στην Έγκωμη. Το 1930 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Καθ. E. Gjerstad, ανέσκαψε μεγάλο αριθμό τάφων οι οποίοι περιείχαν πλούσια κτερίσματα.
Το 1934 ο Γάλλος Καθ. Claude Schaeffer, ο οποίος τότε ανέσκαπτε τη θέση Ras-Shamra (αρχαία Ugarit στη Συρία), ξεκίνησε ανασκαφές στην αρχαία Έγκωμη για λογαριασμό του Académie des Incriptions et Belles-Lettres. Ο Schaeffer ήθελε να βρει στοιχεία που να αποδείκνυαν τις επαφές της Κύπρου με τη Συριακή ακτή. Εκτός από το ενδιαφέρον του για τους τάφους της Έγκωμης, ο Schaeffer ήθελε να ανακαλύψει την αρχαία πόλη στην οποία ανήκαν οι τάφοι, ίχνη της οποίας δεν είχαν μέχρι τότε αποκαλυφθεί. Τα αποτελέσματα της έρευνας του 1934 ήταν μεγάλης σημασίας. Αποκαλύφθηκε μεγάλων διαστάσεων κτίριο του 12ου αι. π.Χ. το οποίο ονόμασε ‘the House of the Bronzes’ (Οικία των Χάλκινων) λόγω του μεγάλου αριθμού χάλκινων αντικειμένων που βρέθηκε εντός του κτιρίου. Τα στοιχεία αυτά απέδειξαν ότι η αρχαία πόλη της Έγκωμης βρισκόταν στην ίδια περιοχή με τη νεκρόπολη.
Κατά την περίοδο 1946 – 1947 ο Schaeffer απεκάλυψε τμήματα των οχυρώσεων της πόλης και το 1948 κάλεσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων για να συμμετάσχει στις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου. Ο τότε έφορος του Κυπριακού Μουσείου Δρ. Π. Δίκαιος τοποθετήθηκε επικεφαλής της ομάδας του Τμήματος Αρχαιοτήτων.
Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι ορατός από τη Σαλαμίνα και απλώνεται πίσω από ένα βραχώδες έξαρμα το οποίο απλώνεται στα δυτικά του σύγχρονου ομώνυμου χωριού, στην πλατιά πεδιάδα της Μεσαορίας. Η αρχαία αυτή πόλη αποτελεί την πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση πόλη που έχει συστηματικά ανασκαφεί στην Κύπρο και η ανασκαφική έρευνα μας έχει δώσει πολύ σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του νησιού κατά τη 2η χιλιετία π. Χ. Το υλικό που έχει έρθει στο φως εμπλουτίζει τις γνώσεις μας όσον αφορά την ιστορία της τέχνης του νησιού αλλά και για τις πολιτιστικές και οικονομικές επαφές του νησιού με άλλες περιοχές της Μεσογείου. Κατά την αρχαιότητα η Έγκωμη συνδεόταν με τη θάλασσα μέσω ενός πλωτού καναλιού το οποίο όμως βρίσκεται σήμερα επιχωματωμένο. Όπως και σε άλλες αρχαίες πόλεις της ίδιας περιόδου (βλ. Κίτιον), έτσι και η Έγκωμη διέθετε και λιμάνι.
Περί το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην Έγκωμη υπήρχε μικρή γεωργική κοινότητα η οποία είχε διαδεχτεί τη σημαντική πόλη της Καλοψίδας που βρίσκεται στα δυτικά της Έγκωμης. Η φάση αυτή διακόπηκε γύρω στο 1750 όταν οι Υξώς (αρχαίος λαός που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη) εισέβαλαν στην Αίγυπτο όπου και παρέμειναν μέχρι το 1580 π.Χ. Παρόλο που οι Υξώς δεν έφθασαν ποτέ στην Κύπρο είναι πιθανόν ότι το ανατολικό τμήμα του νησιού είχε επηρεαστεί από τις δραστηριότητές τους και ίσως είναι για το λόγο αυτό που δεν έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Έγκωμη που να χρονολογούνται στο 17ο. π.Χ. μέχρι τις αρχές του 16ου αι. π.Χ.
Το 1550 π.Χ. ξεκινά μια περίοδος ακμής για την Έγκωμη η οποία φαίνεται να λειτουργούσε ως σημαντικό κέντρο εκμετάλλευσης και εξαγωγής χαλκού στην ανατολή και τη δύση. Γύρω στο 1400 π. Χ. οι Μυκηναίοι άρχοντες του Αιγαίου, εξαπλώνονται προς ανατολάς, στα μεγάλα εμπορικά κέντρα των ανατολικών και νότιων ακτών της Κύπρου. Από τα κέντρα αυτά διεξάγουν το εμπόριό τους με την ανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία τους στην Έγκωμη φαίνεται από τα άφθονα Μυκηναϊκά αγγεία και άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί ως κτερίσματα σε τάφους. Η ύπαρξη πλούτου στην Έγκωμη εκδηλώνεται με το μεγάλο αριθμό χρυσών ταφικών αντικειμένων τα οποία φανερώνουν τις επαφές της Έγκωμης με την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και το Αιγαίο.
Οι τάφοι της πιο πάνω περιόδου έχουν ομοιότητες με τους τάφους του Κιτίου και της Ουγγαρίτ (Συρία) και είναι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο μέσα στις εσωτερικές αυλές των οικιών. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο χώρο χρονολόγησαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της πόλης σε μεταγενέστερη φάση από τους τάφους και έτσι πολλά από τα κατάλοιπα αυτά αφαιρέθηκαν.
Τα τέλη του 13ου αι. π. Χ συνδέονται με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων. Είναι κατά την περίοδο αυτή που ανεγέρθηκαν τα κυκλώπεια τείχη και οι πύργοι της πόλης. Τα τείχη έχουν αποκαλυφθεί σε όλη τους την έκταση, αποκαλύπτοντας έτσι και το μέγεθος της αρχαίας πόλης. Η πόλη εκτινόταν 400μ από Β – Ν και 350μ από Α-Δ. Κατά την ίδια περίοδο τροποποιήθηκε η ρυμοτομική διαρρύθμιση της πόλης. Οι δρόμοι τοποθετήθηκαν σε ευθείες γραμμές οι οποίες τέμνονταν κάθετα με άλλους δρόμους. Επίσης δημιουργήθηκε μια πλακοστρωμένη ‘δημόσια’ πλατεία. Επιπλέον, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανέγερση μνημειακών δημόσιων κτιρίων με νέα αρχιτεκτονική μορφή. Το χαρακτηριστικό των κτιρίων αυτών είναι η ύπαρξη μεγάλων τετραγωνισμένων λαξευτών λίθων, στοιχείο πιθανόν που να παραπέμπει σε ανατολικά πρότυπα αφού τα βρίσκουμε και στην Ουγκαρίτ. Επίσης εμφανίζονται και Ελληνικά στοιχεία όπως η χρήση του Μυκηναϊκού ‘μεγάρου’.
Βρίσκεται πάνω στον 5ο δρόμο και ο Schaeffer το θεώρησε ως παλάτι Αχαιού αρχηγού. Το μήκος του ξεπερνά τα 40μ και είναι κτισμένο με μεγάλους τετραγωνισμένους λίθους κάποιοι από τους οποίους ξεπερνούν τα 3μ σε μήκος και 1,40μ ύψος. Το κτίριο αυτό καταστράφηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. και ξανακτίστηκε λειτουργώντας ως εργαστήριο χωρισμένο σε πολλά δωμάτια. Στην εσωτερική αυλή του κτιρίου 18 η Σουηδική αποστολή ανέσκαψε τον Τάφο 18 ο οποίος θεωρήθηκε ως πιθανός τάφος ενός από τους πρώτους Αχαιούς που κατέφθασαν στην Κύπρο.
Το Ιερό αυτό αποτελείται από μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο το οποίο περιβάλλουν άλλα βοηθητικά δωμάτια. Aπό το κτίριο αυτό (το νότιο του τμήμα) προέρχεται το γνωστό χάλκινο αγαλματίδιο του ‘Κερασφόρου Θεού’ (σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία). Οι ανασκαφική έρευνα που έγινε κάτω από το δάπεδο του ιερού απεκάλυψε αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται από το 16ο μέχρι τον 13ο αι. π. Χ.
Μεταξύ του 4ου και του 5ου δρόμου και ανατολικά της πλακοστρωμένης πλατείας είναι κτισμένο ακόμη ένα ιερό μέσα στο οποίο βρέθηκε το χάλκινο αγαλματίδιο του θεού ιστάμενου σε τάλαντο. Το ιερό αποτελείται από ένα μεγάλο δωμάτιο διαστάσεων 16 Χ 10μ που περιβάλλεται από βοηθητικά δωμάτια. Οι τοίχοι του κυρίως δωματίου φέρουν κτιστά έδρανα όπου οι πιστοί τοποθετούσαν τις λατρευτικές τους προσφορές.
Τάφοι
Η Έγκωμη είναι κατάσπαρτη από τάφους λαξευμένους στο φυσικό βράχο, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στις εσωτερικές αυλές των κτισμάτων. Υπάρχουν και κτιστοί τάφοι στα ανατολικά του ‘Ιερού του Κερασφόρου Θεού’. Δύο από τους τάφους αυτούς έχουν ορθογώνια κάτοψη και επίπεδες στέγες αποτελούμενες από λίθινη πλάκα. Μια λίθινη κλίμακα οδηγούσε στο ‘στόμιο’ του τάφου. Οι περισσότεροι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι αλλά μπορούν να χρονολογηθούν στο 13ο αι. π. Χ. Ο τρίτος τάφος είναι θολωτός. Το κατώτερό του τμήμα είναι κτισμένο με λίθους ενώ το ανώτερο με ψημένους πλίνθους. Έχει ωοειδή κάτοψη και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην Κύπρο. Χρονολογείται στο 13ο αι. π. Χ.
Με τις επιδρομές των ‘Λαών της Θάλασσας’ ξεκίνησε η παρακμή της Έγκωμης αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να φανερώνουν ότι έπαυσε να παίζει η πόλη αυτή, σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή του νησιού. Η παραγωγή χαλκού εξακολούθησε να αποτελεί τη βασική οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Το μεγάλο ‘παλάτι’ (Κτίριο 18) έχασε σταδιακά την αίγλη του αλλά το Ιερό εξακολούθησε να υφίσταται.
Στα τέλη του 11ου αι. π. Χ η Έγκωμη καταστράφηκε από σεισμό και οι κάτοικοι σταδιακά εγκατέλειψαν την πόλη. Το νέο πολιτιστικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο έμελλε να είναι η Σαλαμίνα.
Βιβλιογραφία:
Dikaios, P. 1969 and 1971, Egkomi: Excavations 1948 – 1958. Vols I – III. Mainz.
Τμήμα Αρχαιοτήτων