Το Λιμάνι

Το φυσικό λιμάνι της Αμμοχώστου χρησιμοποιήθηκε απο όλους τους κατακτητές της Κύπρου. Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν την Αμμόχωστο κυρίως σαν διαμετακομιστικό λιμάνι και έφεραν αρκετό πλούτο στη πόλη . Τον Μεσαίωνα ιδιαίτερα αμύθητα πλούτη πέρασαν απο τα μουράγια του .
Οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι, και κατόπιν οι Βενετσιάνοι ζούσαν πολυτελή ζωή και πολλά απο τα είδη που χρησιμοποιούσαν τα έφερναν τα καράβια τους απο την Ευρώπη. Οι γυναίκες των ευγενών της εποχής είχαν φήμη κι έξω απο το νησί για τα θαυμάσια και βαρύτιμα κοσμήματα τους. Γνωστή είναι η ιστορια ενός εμπόρου τότε που πρόσφερε στους φιλοξενούμενους του ανάκατα ξηρούς καρπούς και πολύτιμους λίθους . Αν προσθέσουμε σε τούτα και τα βαρειά χρυσοκέντητα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν τότε για το ντύσιμό τους άνδρες και γυναίκες , τα ταπέτα , τα βαρειά παραπετάσματα , τα έπιπλα και τα λοιπά χρειώδη καθώς και την καλή τους όρεξη εχουμε μια μικρή εικόνα για την κίνηση που υπήρχε τότε στο μικρό λιμάνι. Απο τούτο το λιμάνι μπήκαν τα τούρκικα φουσάτα στη μεσαιωνική πόλη.
Οι ʼγγλοι έκαναν τη πρώτη διεύρυνση του λιμανιού στις αρχές του αιώνα και το πρώτο μικρό βαπόρι προσέγγισε το λιμάνι. Μεγάλη εντύπωση έκανε στους ντόπιους. Η μικρή προκυμαία γέμισε απο περίεργους που σπρώχνονταν να θαυμάσουν το πλωτό παλάτι . Αλλά κι απο άλλες πόλεις ήρχοντο να περίεργαστούν το καράβι. Μερικοί έμεναν έκθαμβοι άλλοι απαγοητεύοντο. ʼλλο να φαντάζεσαι ή να βλέπεις κάτι απο μακρυά κι άλλο να το βλέπεις απο κοντά , συνήθως χάνει.
Έτσι εχουμε την ιστορία μιας Σκαλιώτισσας Δέσποινας όταν την πήρε ο γιός της που ηταν εγκατεστημένος στο Βαρώσι να επισκεφθεί το λιμάνι το 1907.
-Είδες μητέρα τι ωραίο είναι το βαπόρι απο κοντά; Της είπε
Η Σκαλιώτισσα κυρά είδε με κάποια δόση πικρίας το βαπόρι κι είπε με όση αξιοπρέπεια μπορούσε : τι να σου πώ γυιέ μου προτιμώ να βλέπω το βαπόρι απο μακρυά όπως στη Σκάλα. Απο κοντά χάνει τη μεγαλοπρέπεια του.
Έτσι έσωσε τα προσχήματα και τον Σκαλιωτικο της εγωισμό. Κι ο γιός της πολύ αργότερα σε επίσκεψη του στο πρώτο αεροδρόμιο της Λευκωσίας αφού είδε τα αεροπλάνα και την κίνηση είπε με την ίδια περίπου δόση πικρίας: οι Χωραίτες δεν χώνεται την ιδέα οτι ειχαμε εμείς οι Βαρωσιώτες λιμάνι. Είχαν δεν είχαν έκαναν κι αυτοί λιμάνι.
Το Λιμάνι υπήρξε μια απο τις κυριώτερες αιτίες αλλαγής στο τόπο. Κοινωνικής και οικονομικής. Με την πρώτη εκβάθυνση του λιμανιού άρχισαν να προσεγγίζουν μεγαλύτερα βαπόρια που έκαναν το ταξίδι στο εξωτερικό πολύ ευκολότερο . Εγγλέζικα φορτηγά άρχισαν να προσεγγίζουν καθως και τα μικρά επιβατηγά << Φουατιέ>> και << Μπουλάκ>> , τα ποστάρει όπως τάλεγαν γιατί έφερναν και το ταχυδρομείο την Πόστα της Ευρώπης μέσω Αιγύπτου. Το ταχυδρομείο αυτό χρειαζόταν 10 έως 15 μέρες να φθάσει στην Κύπρο, με τούτα τα μικρά βαπόρια άρχισε και το πρώτο εμπόριο πατατών , ροδιών και πορτοκαλιών με την Αίγυπτο. Οι πρώτοι φρουτέμποροι τοποθετούσαν τα φρούτα και τις πατάτες μεςα σε κοφίνες. Οι κοφίνες αυτές ήταν χειροτεχνία των γυναικών της Αχερίτου , των Λειβαδίων και της Ορμήδειας. Πέρασαν αρκετά χρόνια οσότου να τολμήσουν οι έμποροι μας να στείλουν τα προϊόντα μας στην Αγγλία και μετά στην Ευρώπη. Η κοφίνα τότε παραμερίστηκε και ο νέος τρόπος συσκευασίας όπως κι οι νέοι τρόποι καλλιέργειας έφεραν τα κυπριακά προϊόντα στη πρώτη γραμμή των ξένων αγορών.
Παράλληλα με την οικονομική άρχισε κι η κοινωνική άνοδος. Οι περιορισμένες περιουσίες , που παρέμεναν σχεδόν αναλλοίωτες απο γενιά σε γενιά με το εμπόριο μεγάλωναν. Φυσικό επακόλουθο ήταν η ριζική σχεδόν αλλαγή στη ζωή του τόπου. Ο ήρεμος ρυθμός της ευτυχισμένης μικρής κοινωνίας άρχισε να αλλάζει γοργά.
Πριν τον Β/ Παγκόσμιο πόλεμο το αγγλικό βυθόμετρικό πλοίο Ορμόντε επισκεπτόταν τακτικά το λιμάνι κι έμενε πολλούς μήνες σε κάθε του επίσκεψη. Είχε εντολή να βυθομετρήσει με προςοχη το λιμάνι και τη γύρω θάλασσα . Όταν όμως τέλειωσαν ύστερα απο πολλα χρόνια οι έρευνες και υπεβλήθη η σχετική έκθεση αποκαλύφθηκε κάτι κωμικό. Η έκθεση παρουσίαζε ούτε λίγο ούτε πολυ την Αμμόχωστο νησί περιτριγυρισμένη απο θάλασσα . Εξελήφθη φαίνεται η τάφρος του μεσαιωνικού τείχους που σε παλιά χρόνια γέμιζε με θαλάςςιο νερό ως βυθός της θάλασσας . Κι έτσι η Αμμόχωστος έγινε νησί. Βεβαίως το Λάιος διορθώθηκε αμέσως αλλά ο κόσμος για πολυ καιρό γελούσε με το πάθημα των θαλασσογράφων.
Όταν τέλειωσε η βυθομέτρησις έφυγε και το βυθόμετρικό . Η απουσία του έγινε αισθητή γιατί ο κοπσμος είχε συνηθίσει να το βλέπει για πολλά χρόνια στο ι?διο μέρος πάντα αγκυροβολημένο απέναντι απο τον Πύργο του Οθέλλου και τα εύθυμα ναυτάκια του να τριγυρίζουν στους δρόμους με τους ναυτικούς τους σκούφους στραβά στο κεφάλι.
Τώρα στη θεςη του βυθομετρικού ειναι αγκυροβολημένα τα βαποράκια του Λιμεναρχείου , ο Οθέλλος και η Δυσδεμόνα. Κι έτσι παρά τον θρύλο που θέλει την Δυσδαιμόνα πνιγμένη απο τον άνδρα της , το σνδρόγυνο εξακολουθεί να ζει και να επιπλέει ο ένας πλάι στον άλλο δίπλα στο Πύργο τους.
Μια φορά τον χρόνο ο αγγλικός στόλος επισκεπτόταν το λιμάνι της Αμμοχώστου. Επειδή το λιμάνι ήταν μικρό τα μεγάλα πολεμικά αγκυροβολούσαν στα ανοικτά . Η ναυαρχίς με τη σημαία του ναυάρχου δίπλα στην Αγγλιξή σημαία , πέντε- έξι καταδρομικά και δυο τρία υποβρύχια που αυτά αγκυροβολούσαν στην άκρη του λιμανιού . Κατα τη διάρκεια αυτής της επισκέψεως οι τιμες των τροφίμων ανέβαιναν στα ύψη. Το γεγονός αυτό καθιέρωσε την έκφραση σαν υψωθεί η τιμή ενός εμπορεύματος : γιατί τόσο ακριβά; Ήλθε μήπως ο στόλος;;;
Το βράδυ όλα τα πολεμικά εφωταγωγούντο και τα φώτα τους αντικατοπτρίζοντας στη θάλασσα . Το θέαμα ήταν θαυμάσιο.
Η ήσυχη μικρή πολιτεία άλλαζε όψη με την άφιξη του στόλου. Πρόχειρα κέντρα διασκέδασης άνοιγαν και γινόταν εισαγωγή απο τα αντίστοιχα κέντρα άλλων πόλεων γυναικείου προσωπικού για την εξυπηρέτηση του στόλου της Αυτού Μεγαλειότητος! Μεγάλα πανώ με επιγραφές WELCOME SAILORS και άλλα συναφή συνθήματα στόλιζαν την είσοδο των καμπαρέ και των μπαρ . Ειδικοί κράχτες υποδείκνυαν στα ναυτάκια της θαλασσοκράτειρας τον παράδεισο που θα αντίκρυζαν επισκεπτόμενοι το κέντρο τους. Οι γυναίκες των κέντρων με πολύχρωμα φαντακτερα φουστάνια και χαμόγελα γεμάτα υπονοούμενα έκαναν παρέλαση το απόγευμα καθισμένες νωχελικά σε ανοικτές άμαξες για να επιδείξουν στους Τζώνηδες τα πλαδαρή τους κάλλη .
Το χρήμα και το ποτό έρρεαν και οι δρόμοι γέμιζαν μεθυσμένους . Και ηταν θέαμα συνηθισμένο το βράδυ η Ειδική Αστυνομία του Στόλου να μαζεύει τους μεθυσμένους ναύτες και να τους στοιβάζει σε μεγάλα αυτοκίνητα σαν σακκιά απο άχυρο .
Στην ναυαρχίδα δίδονταν επίσημοι χοροί και δεξιώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις ερχόταν ο Κυβερνήτης απο τη Λευκωσία και όλοι οι ανώτεροι κυβερνητικοί υπάλληλοι καθως κι άλλοι πολίτες . Οι δεξιώσεις αυτές ηταν πολύ θεαματικές με τις επίσημες στολές και τα παράσημα και με τα μακρυά φορέματα των γυναικών . Η φιλαρμονική του σκάφους απεκοίμιζε μάλλον παρά εζωήρευε την ομήγυρη με τα σλόου Βαλς και τα ουανστέπ . Τα μεσάνυκτα ανεκρούετο ο αγγλικός εθνικός ύμνος και η δεξίωση ευρώ τρίτο λήξασα.
Λίγες μέρες μετά την άφιξη του στόλου μεγάλα αγήματα πεζοναυτών με φιλαρμονικές επικεφαλής έκαναν μεγάλη παρέλαση δια μέσου της παλαιας και της νέας πόλης . Τράνταζαν οι τοίχοι των παλιών σπίτιωναπο τα δυνατά κτυπήματα των ταμπούρων και τιυς ήχους των σσλπίγγων. ʼστραφταν στον μεσογειακό ήλιο τα γυαλισμένα μπρούτζα τους . Η γη ταράζοταν απο το ζωντανό βάδισμα των πεζοναυτών. Ηταν μια τυπική παρέλαση και συνάμα μια υπενθυμίσις της δυνάμεις της αυτοκρατορίας στους κατοίκους της μικρής αποικίας .
Οι αχθοφόροι του λιμανιού εθεωρουντο μέχρι τον Β παγκόσμιο πόλεμο οι πιο σκληρά εργαζόμενοι . Τα περισσότερα εμπορεύματα διακινούντο απο τη ράχη τους. Φορούσαν οι αχθοφόροι στο κεφάλι μια χοντρή σακκούλα διπλωμένη κατα το μήκος στα δυο που σχηματιζε κουκούλα για το κεφάλι κι ενα είδος μανδύα στη ράχη που προστάτευε το σώμα τους απο τα άμεσα κτυπήματα του φορτίου. Το λιμάνι μόλις είχε ενα δυο μικρούς γερανούς για εκφόρτωση που δεν έφταναν για όλη τη δουλειά . Κι έτσι το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στους αχθοφόρους. Δύσκολα χρόνια τότε και μικρά τα μεροκάματα. Τώρα με τα νέα μέτρα φορτώσεως τους πολλούς γερανούς και τα ψηλά ημερομίσθια η θέσις των αχθοφόρων άλλαξε ριζικά.
Παλιά συνήθεια ηταν την Παρασκευή , ημέρα αργίας των Τούρκων καθως και κατα τις άλλες μουσουλμανικές γιορτές να κάθονται οι χανούμισσες σκεπασμένες με τους γραφικούς τους φερετζέδες στις παλιές πολεμίστρες πάνω στο βενετσιάνικο κάστρο και για ώρες ολόκληρες να παρακολουθούν αμίλητες σιωπηλές την κίνηση του λιμανιού στα πόδια του κάστρου . Ο ρόλος τους ηταν τελείως παθητικός. Δεν μπορούσαν να ανακατευτούν με το πλήθος . Μπορούσαν ομως να βλέπουν και να διασκεδάζουν με οτι γινόταν κάτω.
Αργοτερα με την ελευθερία που πήρε η τούρκισσα σύμφωνα με τις αρχές του Κεμάλ Ατατουρκ πέταξε κι η Κύπρια χανούμισσα τον φερετζέ και το γιασμάκι . Το τείχος δεν της αρκούσε πια για να βλέπει την κίνηση . Ανακατεύτηκε η ίδια στην κίνηση . Δεν ειναι πια παρατηρητής . Γι αυτό το γραφικό πολύχρωμο θέαμα στις πολεμίστρες εχάθη. Σήμερα πολύ λίγες ηλικιωμένες γυναίκες και λίγα παιδιά ανεβαίνουν στο τείχος για να ιδούν τον κόσμο που περνά και τα καράβια που φτάνουν απο το πέλαγος .
Α. Μιχαηλίδη
Ενθύμιον Αμμοχώστου

Leave a Reply