Η ιστορία ενός ανθρώπου που, σε πείσμα των καιρών και κόντρα στις βουλές των πολιτικών, επέστρεψε για να ζήσει όσα χρόνια του απόμειναν στο κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό του, στη βόρεια Κύπρο. Κοιμάται έξω. Δεν έχει τίποτα. Εχει τα πάντα.
ΗΤΑΝ από τους πρώτους Ελληνοκύπριους που πήγαν στα κατεχόμενα εδάφη όταν, το Πάσχα του 2004, ο τότε ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, επέτρεψε την ελεύθερη πρόσβαση στο Βορρά. Ο Μυριάνθης Χατζηκυριάκου, 72 ετών σήμερα, είχε καημό να επιστρέψει στον Δαυλό, ένα υπέροχο ψαροχώρι, όπου γεννήθηκε και έζησε τα ωραιότερα, λέει, χρόνια της ζωής του. Τον πρώτο καιρό κοιμόταν έξω, στο λιμανάκι, κάτω από μία ακακία, «να βλέπω τ’ αστέρια πριν με πάρει ο ύπνος», έλεγε.
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν φυσούσε άγρια, οι τούρκοι έποικοι που κατοίκησαν το χωριό του, του ‘παν να μένει σε μία ξύλινη καλύβα, να προστατεύεται. «Μη νοιάζεστε», τους απάντησε. «Είμαι του ανέμου εγώ».
Η ζωή του σκορπίστηκε το καλοκαίρι του 1974 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Κύπρο. Εφυγε πρόσφυγας στη Λεμεσό, με τη γυναίκα του και τα 4 παιδιά τους, 3 κορίτσια, ένα αγόρι. Εκτοτε ζούσε κάθε μέρα με τη λαχτάρα της επιστροφής.
Πίστεψε πολύ στο σχέδιο Ανάν. Ψήφισε «ναι» με όλη του την ψυχή. Το τελικό αποτέλεσμα, θριαμβευτικό για εκείνους που το απέρριψαν, τον γέμισε πίκρα και απογοήτευση.
«Δεν θα μας δοθεί ξανά άλλη τέτοια ευκαιρία. Αποδείξαμε, δυστυχώς, ότι βολευτήκαμε στην ευμάρειά μας και κατά βάθος δεν θέλαμε λύση. Το επόμενο σχέδιο θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο, έτσι συμβαίνει χρόνια τώρα στο Κυπριακό. Αν είχαμε ψηφίσει “ναι”, σήμερα δεν θα υπήρχαν παρά ελάχιστα τουρκικά στρατεύματα στο νησί, πολλοί έποικοι θα είχαν φύγει και άλλοι δεν θα έρχονταν, η Αμμόχωστος θα ήταν δική μας, και χιλιάδες πρόσφυγες θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους στη Μόρφου, και σε άλλα μέρη του Βορρά. Οι Τουρκοκύπριοι μου έλεγαν ότι είχανε από καιρό ειδοποιηθεί από τις αρχές να ετοιμάσουν τα πράγματά τους να φύγουν. Τώρα, δεν βλέπουν γιατί να πάμε για λύση, αφού την απορρίψαμε εμείς», λέει ο κ. Μυριάνθης, ο οποίος, από εκείνη τη στιγμή, του «όχι» στο σχέδιο Ανάν, αποφάσισε μεσα του ότι θα “λύσει” μόνος μου το Κυπριακό. Για τον εαυτό του.
Αυτό αισθάνεται ότι έχει κάνει σήμερα. Ζει μόνιμα στον Δαυλό, σ’ ένα μικρό σπιτάκι που οι φίλοι του εκεί τον βοήθησαν στην αρχή να νοικιάσει. Στη Λεμεσό, που τον φιλοξένησε από την εισβολή του ’74 και μετά, πηγαινοέρχεται περισσότερο ως επισκέπτης -να δει τις κόρες του (δυστυχώς, ο μοναχογιός του, Σωτήρης, χάθηκε στα 24 του, σ’ ένα φρικτό ναυτικό δυστύχημα στην Αίγυπτο), και να βγάλει τα λίγα που χρειάζεται να ζήσει, πουλώντας φρέσκα ψάρια από το χωριό του, στα βόρεια.
Το ψάρεμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη του αγάπη. Οποτε ξέφευγε από την κανονική του δουλειά (πότε ελαιοχρωματιστής, πότε σε καφετέρια στην Αμμόχωστο, πότε στο ξενοδοχείο «Λούης» στον Δαυλό, πότε λιμενεργάτης), παραδινόταν στη θάλασσα. Είχε δική του βάρκα που την ονόμασε «Δαυλός», και πάντα έβγαζε την πλουσιότερη ψαριά. Οι παλιοί του φίλοι, συγχωριανοί, τον φώναζαν «Θαλασσόλυκο». Οι σημερινοί τον λένε «Καπτάν», δηλαδή «Καπετάνιο». Τον αγαπούν και τον συμβουλεύονται.
Πριν από τον πόλεμο το χωριό είχε 250-300 κατοίκους. Ολοι Ελληνοκύπριοι. Τώρα το κατοικούν 450-500 νοματέοι, όλοι τους με καταγωγή από ένα ελληνικό χωριό της Τραπεζούντας που το λένε «Αληθινός».
«Οταν ήρθαν εδώ μετά την εισβολή, ως έποικοι, τα παιδιά τους ήταν 4-5 χρόνων, ή και παραπάνω, και μιλούσαν μόνο ελληνικά, καθόλου τούρκικα».
Ο καλύτερός του φίλος είναι ο Μουσταφά. «Τυχαία γνωριστήκαμε, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ και κοιμόμουν έξω, κάτω από το δέντρο. Ηταν πολύ πρωί και ήμουν στο λιμανάκι όπου ζυγίζανε τα ψάρια. Είχε μαζευτεί κόσμος, και αγόραζε. Πόσο μου αρέσει αυτή η φασαρία, δεν φαντάζεσαι. Εκανε ζέστη, και φορούσα μπλουζάκι ανοικτό μπροστά. Φαινόταν ο σταυρός μου. Ερχεται τότε ένας Τούρκος, που φαίνεται ότι με παρατηρούσε κάποια ώρα, και με ρωτάει “Ελληνας είσαι;”. Ναι, του αποκρίνομαι, και μου δίνει μια τσάντα γεμάτη από ψάρια. “Πόσα θέλεις;”, του λέω. “Αστειεύεσαι -απαντά- ήρθες στο χωριό μας, στο χωριό σου, μετά από τριάντα χρόνια και να σου πάρω λεφτά;” Από τότε γίναμε πολύ φίλοι».
Πριν μερικά χρόνια, όταν έπαιξε η Ανόρθωση στην Τραπεζούντα για το Τσάμπιονς Λιγκ, ο Μουσταφά ήταν ανάμεσα στους 150 ελληνοκύπριους οπαδούς της ομάδας, ζητωκραυγάζοντας υπέρ της στην κερκίδα. «Να», μου κάνει ο κ. Μυριάνθης. «Αυτό σημαίνει λύση του Κυπριακού»!
Καθόμαστε στη βεράντα του μικρού διαμερίσματος που νοίκιασε στον Δαυλό. Το πατρικό του σπίτι το είχε πουλήσει 1 χρόνο πριν την εισβολή, γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά. Ο Μουσταφά και οι άλλοι τούρκοι κάτοικοι προσφέρθηκαν να του το δώσουν πίσω, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Του φτάνει, λέει, ένα χωραφάκι που έχει επάνω στη βουνοπλαγιά, κι απ’ όπου βλέπει όλο το χωριό, και τη θάλασσα πέρα.
«Εχω πει στα παιδιά μου πως, άμα πεθάνω στη Λεμεσό, εδώ να με φέρουν να με θάψουν, σ’ αυτό το χωράφι».
«Σε φοβίζει ο θάνατος κύριε Μυριάνθη;», τον ρωτώ.
«Τώρα πια όχι. Από τότε που πέθαναν ο γιος μου και η γυναίκα μου, είμαι έτοιμος να φύγω και εγώ», απαντά.
«Πιστεύεις στη μετά θάνατον ζωή;», συνεχίζω.
«Θα ήθελα να πιστέψω, αλλά όχι. Εχω ένα μικρό εικονοστάσι στο σπίτι, και κάθε πρωί που ξυπνάω ανάβω το καντήλι και κάνω το σταυρό μου. Στην εκκλησία δεν πάω».
Οση ώρα μιλάμε, στοργικά κάθεται δίπλα του, συμμετέχει στην κουβέντα, και μας φέρνει κεράσματα, η νέα του σύντροφος, Τζαγιάντα Σρίματι, 51 ετών, από τη Σρι Λάνκα. Μια γυναίκα-μάλαμα, πολύ πονεμένη κι αυτή από τη ζωή, που αγάπησε, λέει, τον κ. Μυριάνθη, «επειδή έχει όμορφη καρδιά».
Κάνουμε μια τελευταία βόλτα στο βουνό. Απ’ όπου κι αν περνάμε, του φωνάζουν «γεια σου Καπτάν». Ο Τουργκούτ, έποικος από την Μπούρσα, του ζητάει συμβουλές για το παραγάδι. Στο καφενείο μάς προσκαλούν για μια ζιβανία -η κυπριακή ρακή. Αρνείται ευγενικά, «γιατί θα πιω ούζο από την Ελλάδα με τον φίλο μου, τον δημοσιογράφο, που ήρθε από εκεί για να με βρει».
Στην υγειά σου, κύριε Μυριάνθη.
*******
Το κομμάτι δημοσιεύτηκε στη σελίδα “Ανθρωπων Εργα & Ημέρες” στη χθεσινή, 05.12.2010, “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”.
Τον κ. Μυριάνθη συνάντησα στο χωριό Δαυλός, στη κατεχόμενη Κύπρο, την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου. Ο Δαυλός είναι στην βόρεια ακτογραμμή της Κύπρο, που ξεκινάει από δυσμάς από το Ακρωτήρι Κορμακίτη και καταλήγει, ανατολικά, στο Ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Ο Δαυλός, που έχει μετονομαστεί από τους Τούρκους σε Κάπλιτσα, είναι πρός τα ανατολικά, εκεί όπου σβήνει η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, στη Καντάρα.
Πέρασα στα κατεχόμενα από το οδόφραγμα στο Πέργαμος, μετα την Πύλα, και φτάνοντας στο Λευκόνοικο, που οι Τουρκοι τώρα τό λένε Κετσίκαλε, έστριψα δεξιά, πέρασα από τον Αγιο Ανδρόνικο, καί έπιασα τον παραλιακό δρόμο που θα με οδηγούσε στον Δαυλό από την Ακανθού.
Στη φωτογραφία ο κ. Μυριάνθης βλέπει από το βουνό το χωριό του.
Filoftero blog spot