Η Αμμόχωστος δεν έχει πεθάνει. Απλώς περιέπεσε σε μακρά χειμερία νάρκη. Μα θα ξυπνήσει και θα αναγεννηθεί. Δεν μπόρεσε και ούτε θέλησε να τεθεί υπό την κυριαρχία άλλων
Ταξιδεύοντας κανείς στο ανατολικό τμήμα του νησιού της Αφροδίτης, έρχεται αντιμέτωπος με το στολίδι της Μεσογείου, το καταφορτωμένο με τόνους ιστορίας, το καταγναντεμένο από χιλιάδες ματιές, το καταματωμένο από τον όλεθρο του οχτρού. Αν και βουβή, μας θυμίζει τον πάλαι πότε υπέρλαμπρο πολιτισμό και την αστείρευτη ζωντάνια που κάποτε εξέπεμπε αυτή η πόλη. Οι θύμησες εκτείνονται από τις παραστάσεις του Αρχαίου Θεάτρου της Σαλαμίνας μέχρι το ιστορικό μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, από τις χωμένες στην άμμο παραλίες μέχρι την κατανυχτική ατμόσφαιρα στο εκκλησάκι του Αγίου Βαρνάβα.
Η πόλη της Αμμοχώστου μεσουρανούσε μέχρι τη σήμανση του προσωρινού τέλους της τον μαύρο Αύγουστο προ 40 ετών. Παρά το μικρό μέγεθός της, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, αντίθετα, μέσα σε αυτήν τη μικρή πόλη εγκιβωτιζόταν η σαγήνη ενός ήρεμου παραδεισένιου τοπίου, το οποίο ξεχείλιζε από ιστορικό πλούτο προκαλώντας αρμονικά τη σύζευξη μοντέρνου και παραδοσιακού. Ακόμα και το όνομα της πόλης πλημμύριζε από μεγαλοπρεπισμό, μεστώνοντας τις ψυχές των Αμμοχωστιανών με περίσσια και αέναη υπερηφάνεια.
Η Αμμόχωστος απετέλεσε τον στυλοβάτη της μετανεξαρτησιακής οικονομικής άνθησης ολόκληρης της Κύπρου, αφενός μεν με τις εισαγωγές και εξαγωγές μέσω του υπερσύγχρονου λιμανιού της -που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα κορυφαία της Μεσογείου- και αφετέρου δε με το παλιρροϊκό τουριστικό ρεύμα ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο. Η πόλη είχε κτιστεί τον 3αι. π.Χ. από τους Πτολεμαίους, γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού, μιας και η γυναίκα του Θεοδώρα καταγόταν από εκεί, αναδείχθηκε ως μία από τις πλουσιότερες πόλεις στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και μεσουρανούσε οικονομικά μέχρι το 1974. Σίγησε όμως στις 14 Αυγούστου του 1974, μετατρέποντας την άλλοτε «βασιλεύουσα» της Κύπρου σε πόλη- φάντασμα, που προσμένει περίλυπη το μήνυμα της Ανάστασης.
Δεν έζησα την Αμμόχωστο. Μεγάλωσα όμως γαλουχημένος με ιστορίες που έλαβαν χώρα στην Αμμοχωμένη πόλη, διηγημένες από τους γονείς μου οι οποίοι μικροί είχαν την ευλογία να αξιώσουν μια τέτοια πόλη. Έφτιαξα μέσα μου μια ιδανική εικόνα για τον τόπο καταγωγής μου. Ανήκω στη γενιά που ύμνησε την Αμμόχωστο μέσα από το σχολικό Δεν Ξεχνώ. Είμαι και εγώ ένας από αυτούς που απαίτησε απελευθέρωσή της. Αυτή η «μανία» για την Αμμόχωστο με παρακίνησε να την επισκεφθώ πριν από μερικά χρόνια. Απογοητεύτηκα. Η ερείπωση, η κατάντια και τα κατοχικά στρατεύματα αλλοίωσαν τον φυσικό χαρακτήρα της πόλης. Ωστόσο, το πρωτινό της μεγαλείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει αντιληπτό, μα δεν αρκεί σε μια πόλη σαν αυτή. Θέλησα να διαγράψω τις εικόνες αυτές από μέσα μου, ώστε να μείνω με την «ιδέα» της Αμμοχώστου όπως αυτή είχε δερματοστιχθεί στο μυαλό μου μέσα από τις ιστορίες και τα σχολικά εγχειρίδια, μια εικόνα αντάξια της ιστορίας και του φυσικού κάλλους της πόλης καταγωγής μου.
Η Αμμόχωστος υμνήθηκε από δεκάδες θιασώτες του πνεύματος. Η ελληνική γλώσσα, αν και πλούσια, αποδείχτηκε τελικά φτωχή στο να αποτυπώσει το μεγαλείο της Αμμοχώστου, το οποίο γίνεται περαιτέρω αντιληπτό με εικόνες παρά με λόγια ή γραπτό λόγο. Παρ όλα αυτά, δεν άφησε ασυγκίνητα μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου λογοτεχνικού στερεώματος για να την υμνήσουν μέσα από την τέχνη τους. Ο διακεκριμένος και νομπελίστας Έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης δεν μπορούσε να μη συμπεριλάβει σε ποίημά του τη θαλασσοφίλητη Αμμόχωστο, που αντανακλά την ίδια την ελληνικότητα που πρέσβευε και ο ίδιος. Εντυπωσιασμένος κάποτε από την Αρχαία Σαλαμίνα είχε γράψει κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1953) τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», ένα συγκλονιστικό ποίημα, που παραλληλίζει την ήττα των Περσών από τους Έλληνες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με την προδιαγραφόμενη ήττα των ʼγγλων αυτήν τη φορά από τους Έλληνες της Κύπρου. Ο Σεφέρης περιγράφει ποιητικά εντέχνως τον προφητικό ξεσηκωμό των Ελληνοκυπρίων κατά των αποικιοκρατών με φόντο τη μαγευτική Σαλαμίνα, η οποία είναι φορέας δύναμης, θάρρους και αγωνιστικότητας.
Ο Παντελής Μηχανικός, με το ποίημά του «Ονήσιλος», προβάλλει το περίσσιο αγωνιστικό θάρρος του νέου βασιλιά της Σαλαμίνας, που δεν διστάζει να κονταροχτυπηθεί με το μεγαθήριο ονόματι Πέρσες. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η Αμμόχωστος υμνήθηκε και από ξένους ποιητές. Πρόσφατα σε ένα ταξίδι μου στη Βαλκανική Χερσόνησο έμαθα ότι ένας γνωστός Βούλγαρος ποιητής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγραψε ένα ποίημα αφιερωμένο στην πόλη του Ευαγόρα, αναφέροντας τις ομορφιές της πόλης. Η Αμμόχωστος δεν έχει πεθάνει. Απλώς περιέπεσε σε μακρά χειμερία νάρκη. Μα θα ξυπνήσει και θα αναγεννηθεί.
Δεν μπόρεσε και ούτε θέλησε να τεθεί υπό την κυριαρχία άλλων. Χρειάζεται μόνο τους φυσικούς της κατοίκους για να καταφέρει να λειτουργήσει και να προσφέρει τα αγαθά της. Παραθέτω φράση του Μακρυγιάννη, την οποία δανείζεται ο Γιώργος Σεφέρης στο «Σαλαμίνα της Κύπρος»: «Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Η γη δεν μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση της, ούτε και η πόλη μας. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην ξεπουληθεί με ευτελή ανταλλάγματα, γιατί στην σημερινή κοινωνία της διαφθοράς, του χρήματος και της αναξιοπρέπειας, το προαναφερθέν ίσως είναι το λιγότερο που μπορεί να γίνει
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
gewrgiou.giwrgos@live.com
Φιλόλογος