Καρπασία

hist_043bΗ Καρπασια ειναι, θεωρω, ενας απο τους πλεον αξιολογους χωρους που εχω περπατησει – και εχω ταξιδευσει στις περισσοτερες χωρες του κοσμου. Ειναι ενας χωρος πολυπαθος, καθως προκειται για μια στενη λωριδα γης που με περισση τολμη εισχωρει βαθια στη θαλασσα.

Δεν υπαρχει εκτενης ενδοχωρα και ουσιαστικα ολες της οι περιοχες ησαν βατες σε επιδρομεις. απο την αλλη, στον στενο αυτο χωρο συνωθουνται αναγκαστικα εκατονταδες μνημεια και αρχαιολογικοι χωροι που εκπροσωπουν ολες ανεξαιρετα τις περιοδους της μακρας ιστοριας της Κυπρου, απο το 7000 π.Χ. και εξης, σε μια εκπληκτικη και ευδιακριτη συνεχεια.

hist_043cΔεν γνωριζω αλλον χωρο, πουθενα, οπου περπατωντας τον μπορεις να σκουντουφλησεις σε αρχαια αγαλματα, να βαδισεις πανω σε χιλιαδες θραυσματα αρχαιων αγγειων, να φθασεις σε ναους διαφορων εποχων, να εισελθεις σε ταπεινα μοναστηρια, να θαυμασεις τοιχογραφιες αυστηρων αγιων, να συναντησεις λαξευμενους αρχαιους ταφους, να σταθεις μπροστα σε ασκητηρια, να ξεχωρισεις κατω απο το διαφανο νερο ιχνη αρχαιων λιμανιων, να καθισεις να ξαποστασεις πανω σε πεσμενους αρχαιους κιονες, να βρεις ζωα να βοσκουν ελευθερα, να μελετησεις την τοσο ενδιαφερουσα χλωριδα.

Και ολα αυτα σε μια μονο μικρη περιοχη, τη χερσονησο της Καρπασιας. Ενα εκπληκτικο χωρο που αποπνεει πνευματικοτητα, που σε αναγκαζει να σηκωσεις το κεφαλι και να κοιταξεις ψηλα.

Αντρου Παυλίδη

Подробнее

Αμμόχωστα Όνειρα

16 Φεβρουαρίου 2014

Υπάρχω. Πριν από τον πόλεμο και μετά, υπάρχω. Ένα παιδί που είδε πολλά, βίωσε περισσότερα, ένα παιδί μεσήλικο. Απλώνομαι, κρύβομαι, μαζεύομαι σ’ ένα όστρακο που μεταφέρω συνέχεια. Κουβαλώ καλύτερα. Είναι η ταυτότητά μου. Είμαι και δεν είμαι: Ελληνίδα, Κυπραία, Ελληνοκύπρια, Ευρωπαία, γυναίκα. Τι είμαι; Η συνείδησή μου κακοποιήθηκε, την εγκλώβισαν εμπνευσμένοι ή και ανίδεοι δάσκαλοι σε σκοτεινά δωμάτια με άχρωμα συνθήματα που μεταμφίεζαν με το χρώμα του ουρανού ή και του ήλιου ανάλογα με τις τάσεις, τις εγκυκλίους, τα ψηφίσματα. Τόση πλάνη…

Τα τελευταία γεγονότα με τις απάτες των τραπεζικών, των πολιτικών και των πολιτικάντηδων με πνίγουν. Κι άλλη τόση πλάνη. Θέλαμε εδώ και χρόνια να γίνουμε Ευρωπαίοι. Το προσπαθούσαμε και δυσκολευόμαστε. Το μεσογειακό ταμπεραμέντο δύσκολα ρίχνει τις θερμοκρασίες του. Κι όμως να που μάθαμε μέσα σε μια νύχτα, να στεκόμαστε στην ουρά για την ανάληψη μετρητών, για λίγα τρόφιμα στο κοινωνικό παντοπωλείο, να στεκόμαστε για ώρες χωρίς να σπρώχνουμε, χωρίς να χαμογελάμε, χωρίς να φωνάζουμε. Και η μνήμη, πουλί αποδημητικό, τραβάει όπου θέλει, με πάει πίσω σε κάποια άλλα συσσίτια, σε άλλες ουρές, εκεί στους προσφυγικούς καταυλισμούς του 1974, στα αντίσκηνα, εκεί που έζησα ξανά παρόμοια και χειρότερα.

Θέλω να ξετυλίξω το κουβάρι, να ξαναδιαβάσω την ιστορία από την αρχή μου. Να δω ποια είμαι, πού ζω, ποια είναι η χώρα μου και ποιοι οι άνθρωποί της, ποιο είναι το μέλλον μας εδώ σ’ αυτό το Φάρο που αναβοσβήνει αιώνες τώρα, στο ακρωτήρι της Δύσης ή μήπως είναι στο ακρωτήρι της Ανατολής; Θα επιστρέψω στην πατρώα γη, στα κατεχόμενα. Το αποφασίζω αμέσως, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δεν ξέρω γιατί αναδύθηκε αυτή τη στιγμή η ανάγκη τούτη. Θέλω να επιστρέψω έστω ως επισκέπτης, ως τουρίστας για την ακρίβεια. Να τραβήξω ενδεχομένως και μερικές φωτογραφίες για να τακτοποιήσω ξανά τις μνήμες και να έρθω σε επαφή με την αλήθεια. Να διαγράψω το παραμύθι. Όχι την ιστορία. Η ιστορία δεν διαγράφεται. Ούτε και ξαναγράφεται. Να γιατρέψω τις πληγές και να πιω ζωή από τις πηγές. Σάββατο πρωί θα είμαι εκεί. Χαίρομαι. Όχι, δεν χαίρομαι. Μπορεί και να χαίρομαι. Δεν ξέρω. Νομίζω περισσότερο λυπάμαι.

Επιστρέφω λοιπόν ως πρόσφυγας που λαμβάνει άδεια να μπει για λίγες ώρες σπίτι του για να το δει, να θρηνήσει, να συνειδητοποιήσει κι όμως να φύγει πάλι. Πορεύομαι προς το παρελθόν μου για να ξεκαθαρίσω το παρόν μου και να ονειρευτώ ελεύθερα το μέλλον μου. Επιστρέφω προσωρινά. Ταπεινά και πένθιμα πορεύομαι, όπως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όταν ακολουθώ την πομπή του Επιταφίου. Έτσι νιώθω. Ακολουθώ ένα άγιο σώμα που υπάρχει επειδή το πιστεύω, ένα σεπτό σώμα βασανισμένο, που όμως κάποτε θα αναστηθεί. Είμαι ήδη στο οδόφραγμα. Στην πράσινη γραμμή. Εκείνη που χωρίζει το νησί μου στα δύο. Στο Νότο και στο Βορρά. Ζω στο Νότο. Τα όνειρα και οι εφιάλτες μου όμως, πολλές φορές έρχονται από το Βορρά. Εκεί γεννήθηκα. Είναι όνειρα σκονισμένα, καπνισμένα, αμμόχωστα. Ίσως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για να τα ερμηνεύσω, να ξεσκεπάσω το θαμμένο παρελθόν. Να το ξεσκονίσω σαν ξεχασμένο ιερό βιβλίο και να το ξαναδιαβάσω ή να το ξαναγράψω ή έστω να το χρωματίσω. Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως τα αμμόχωστα όνειρά μου είναι μαυρόασπρα.

Ο ένστολος στέκεται απέναντι μου. Με κοιτάζει κατάματα, το ίδιο κι εγώ. Του δίνω την ταυτότητά μου, συνεννοούμαστε αμέσως. Ξέρει ποια είμαι, ξέρει τι θέλω, ίσως και να με κατανοεί ή να με συμπονά, ή απλώς κάνει τη δουλειά του. Μπορεί και να με μισεί. Είναι πάνω κάτω στην ηλικία μου. Θέλω να τον ρωτήσω από πού είναι μα δεν το κάνω. Δεν είναι ένας συμπατριώτης μου αυτή τη στιγμή, είναι ένας ένστολος και στέκεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν μου. Αν συμπεριφερθώ ψύχραιμα, θα με αφήσει να περάσω. Με ξανακοιτάζει, μου επιστρέφει τα έγγραφα και μου επιτρέπει να περάσω απέναντι. Στο Βορρά. Περνώ. Κι αμέσως ξεκινά μια ταινία μαυρόασπρη, με ήχο και μυρωδιές. Από το ίδιο σημείο πέρασα στο Νότο πολλά χρόνια πριν με άλλους ανθρώπους, άλλα συναισθήματα, άλλες ελπίδες, άλλους φόβους. Στις 14 Αυγούστου, το 1974, κυνηγημένη από τις ερινύες που καταριούνται τη χώρα μου αιώνες τώρα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές επιστρέφουν. Κι εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Ανοίγω τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου, να μη χαθώ.

Κουβαλώ αυτά τα μάτια από τότε που θυμάμαι. Δεν είναι πίνακες, ούτε καθρέφτες. Είναι πηγάδια. Πηγάδια δίχως πυθμένα. ʼβυσσος η ματιά και κάπου ένα αντιφέγγισμα. Αυτά τα μάτια με οδηγούν ετούτο το πρωινό, ετούτο τ’ ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη. Ω! Πόσα χρόνια τ’ ονειρευόμουνα, πόσα βράδια το λαχταρούσα. Τα χέρια μου καρφωμένα στο τιμόνι. Η ψυχή μου καρφωμένη στη μνήμη. Το σώμα μου καρφωμένο στην ιστορία. Έχω μαζί μου συνεπιβάτες, συνοδοιπόρους τ’ αδέλφια μου και τα παιδιά μου. Είναι μαζί μου και δεν είναι. Δεν είμαι η μάνα τους τώρα, είμαι απλώς ένα κορίτσι που πάει σπίτι του, που έχει να πει τόσα πολλά κι όμως δε λέει τίποτα. Στόμα κλειστό, ερμητικά κλειστό να μην πληγώσει τη σιωπή, να μην πει κάτι λάθος, επιτρέπονται μόνο μικρές κραυγές χαράς, αυθόρμητες, άναρχες, άλογες. Είμαστε πέντε μικρά παιδιά που γυρίζουμε στο σπίτι μας. Γιατί ετούτο το πρωινό γίνομαι πάλι εφτά χρονών. Και τρέχω και πετώ και γελώ και φωνάζω και σιωπώ. Είμαι εφτά χρονών και δεν λογαριάζω κανέναν. Και σιωπώντας ουρλιάζω την αλήθεια μου. Κάνω βουτιές στη μνήμη, μακροβούτια στο τότε, μακροβούτια στο πριν. Κατάδυση στο παραμύθι μου; Είμαι ήδη στην Αμμόχωστο. Όχι στα όνειρα πια, τα αμμόχωστα. Στην Αμμόχωστο.

Ευτυχώς τα μάτια μου είναι πηγάδια χωρίς πυθμένα, επειδή είναι απύθμενη η χαρά μου. Δεν ακολουθώ πια τον επιτάφιο. Κρατώ λευκή αναμμένη λαμπάδα κι αφού είμαι εδώ, αφού υπάρχω εδώ έστω και στιγμιαία, είναι Ανάσταση. Ανοίγω το τζάμι του αυτοκινήτου μου να καταπιώ το γλυκόθερμο αέρα του τόπου μου. Να καταπιώ το γλυκόπικρο νόστο. Κι αφήνω την ψυχή μου να εξατμιστεί, να αναβλύσει, να γίνει δάκρυα ζεστά και να κυλήσει. Να κυλήσει και να κυλιστεί στο χώμα της πατρίδας μου. Δάκρυα φυλαγμένα τόσα χρόνια στο χρονοντούλαπο των ονείρων μου και της οργής μου.

Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο κάμπος της Μεσαορίας. Ο τόπος μου! Ναι, έτσι είναι, όπως τον έβλεπα τα βράδια στα όνειρά μου – κάθε βράδυ- από τα μικράτα μου. Όπως τον περιέγραφε ο παππούς, όπως τον έντυνε με παραμύθια η γιαγιά, όπως τον θρήνησε η μάνα μου. Ο τόπος μου! Αρχαίος τόπος, του Ομήρου. Ο κάμπος μας κατάσπαρτος, απλωμένος, ευλογημένος, ευάλωτος, ταπεινός όπως αυτούς που τον καλλιεργούσαν. Η θάλασσα. Η θάλασσα της Σαλαμίνας γαλανή, μυστήρια, απέραντη. Γνώριμη, αγαπημένη σαν μητέρα, πανίσχυρη, αρχαία θεότητα. «Θυμάσαι που μ’ αγκάλιαζες με τη δροσιά σου, θάλασσα των παιδικών μου ονείρων;» Ρουφώ με λαιμαργία τις αρχαίες εικόνες και μόνο αυτές είναι ο καημός κι ο θαυμασμός μου. Ο κάμπος, τα κυπαρίσσια, οι αμμουδιές, τα χωράφια, τα περβόλια, η θάλασσα, τα χαλίκια, ο ουρανός, τα βουνά. Όλα τ’ άλλα είναι μικροσκοπικά, ασήμαντα, προσωρινά, ψεύτικα, θνητά κι αυτά που βλέπουν τα απύθμενα μάτια μου είναι γιγάντια, αειθαλή, αληθινά. Είναι ο τόπος μου! Σταματώ τ’ αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ρίχνομαι στο κατάσπαρτο μ’ αγριολούλουδα χωράφι κι αφήνω τη φύση να με χαϊδέψει. Τον ήλιο των προγόνων μου να μου ζεστάνει το πρόσωπο και τους ώμους. Τον αγέρα να με καλωσορίσει με χαστούκια στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Το χώμα, το χώμα. Το χώμα που πατούν τα πόδια μου. Το άγιο χώμα της Μεσαορίας, το ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα χώμα, του τόπου μου!

«Τότε ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν, στα χώματά του. Κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη, τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. »

Μα εγώ την αναγνώρισα, την ξέρω την πατρική μου γη. Αιώνες κι αν έλειπα γνωρίζω κάθε μια της σπιθαμή. Τα χέρια και τα μάτια με οδηγούν σωστά. Είμαι μπροστά στο πατρικό μου κι είμαι εφτά χρονών και σχολνώ απ’ το σχολείο και με περιμένει η μάνα κι η γιαγιά με φαγητό αχνιστό κι αγκάλες. Είμαι στο σπίτι μου. Στους ίσκιους της βεράντας. Προχωρώ. Το γιασεμί είναι εδώ κι ας γέρασε. Τα είδε όλα. Τα βλέπει όλα. Βλέπει κι εμένα. Με αναγνωρίζει.. Τ’ αγριόχορτα, στον κήπο και στην αυλή. Το νούμερο του σπιτιού στον τοίχο. Από το λερωμένο τζάμι η ζωή μας, ταινία μαυρόασπρη. Κρυφοκοιτάζω. Είναι η μάνα μου εκεί; Είναι η ψυχή της ή δεν είναι τίποτα; Περπατώ στην αυλή. Ακουμπώ στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς. Στο στάβλο, στο σσώσπιτο, στο φούρνο, στο σιμιντίρι. Ακουμπώ την ψυχή μου στο παρελθόν. Δεν ακούω τίποτα. Μόνο μυρωδιές. Όχι χρώματα, ούτε ήχους.

Μας ανοίγουν. Μπαίνω μέσα. Η κουζίνα. Η μάνα μου, νεαρή κοπελίτσα μαγειρεύει και μου χαμογελά. Είμαι εφτά χρονών και κάθομαι εκεί στο τραπέζι και τρώω με τ’ αδέλφια μου. Ανοίγω τα ντουλάπια. Μέσα είναι η προίκα της μάνας μου. Τα θυμάμαι πολύ καλά εκείνα τα φλιτζάνια με τις κοπέλες πάνω στις κούνιες, με τα ωραία φορέματα και τα ξανθά μαλλιά. Η μάνα μου δε μας άφηνε να τ’ ακουμπήσουμε. Ήταν το καλό της σερβίτσιο. Μα εγώ τις γνωρίζω πολύ καλά αυτές τις κοπέλες γιατί παίζω μαζί τους και τραγουδώ όταν κρυφά τρυπώνω στο σαλόνι και χαζεύω τα γυαλικά και τα σερβίτσια και τις φωτογραφίες. Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος 1972. Γεννήθηκε ο αδερφός μου. Στη φωτογραφία χαμογελάμε. Από εκείνο το χαμόγελο μένει πια μόνο ο χαμός. Προχωρώ στο σαλόνι. Οι κουρτίνες κρέμονται από τα παράθυρα, θλιβερές, σκονισμένες, ξεχαρβαλωμένες μνήμες. Κόκκινο, βασιλικό βελούδο. Έτσι τις παράγγειλε η μάνα μου. «Μα δε βρέθηκε ένα χέρι να τις κατεβάσει και να τις πλύνει; Όπως τις έπλενε πάντα η μάνα μου με κρύο νερό και σαπούνι και μετά τις σιδέρωνε κι ύστερα ξυπόλυτη τις κρεμούσε πάλι με αργές κινήσεις σαν σε ιεροτελεστία.» Όλα με αργές κινήσεις να τα ζήσω θέλω, να μην τελειώσουν, να τα χορτάσω ακόμα λίγο.

Ξυπόλυτη πάνω σε κρύα μάρμαρα. Έτσι μου άρεσε να γυρίζω μέσα στα δωμάτια. Το πάτωμα. Τα μάτια μου ψάχνουν στο πάτωμα. Εκεί γκρέμισα το δίχρονο αδελφό μου και μάτωσαν τα χείλια του την ημέρα της εισβολής. Ήμασταν εκεί όταν ακούσαμε τους βομβαρδισμούς και τ’ αεροπλάνα. Σκούπισα με το φουστάνι μου το αίμα από το παρκέ, μην το δει η μάνα μου και στεναχωρηθεί. Στο υπνοδωμάτιό της. Δεν μ’ αφήνουν να μπω. Είναι κλειδωμένο. Το σέντε. Το σέντε ήθελα να το δω. Να το εξερευνήσω. Εκεί κρύβονταν τα φαντάσματα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια του, η αμαξού και οι κούκλες μου. Τώρα πια μπορώ να πάρω μια καρέκλα και ν’ ανέβω να δω. Δεν είναι εδώ η μάνα μου, και τ’ αδέλφια μου δε θα με μαρτυρήσουν. Αρπάζω μια καρέκλα. Ανεβαίνω, μου φαίνεται πως ανεβαίνουν μαζί μου κι άλλοι, ψυχές που πλανιούνται στο χώρο. «Δεν γίνεται», είπε αυτός που μένει στο σπίτι μου. «Δεν μπορείς ν’ ανέβεις εκεί πάνω. Δεν το επιτρέπω». Κατεβαίνω από την καρέκλα, κάτω, χαμηλά στο πάτωμα. Κατεβαίνουν και οι άλλοι μαζί μου, πένθιμα.

Γιατί; Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Κι ούτε μ’ ενδιαφέρει αυτή την στιγμή. Τόσα ερωτήματα, τόσα χρόνια, έμειναν μετέωρα, αναπάντητα. Αυτό, γιατί ν’ απαντηθεί; Τι σημασία έχει άλλωστε τώρα πια; «Δεν επιτρέπεται.» Τελεία και παύλα. Κι είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα ‘βρισκα εκεί πάνω τη τσάντα μου τη σχολική με τα βιβλία μου της Πρώτης Δημοτικού και τα τετράδια με τα στρογγυλά γράμματα. Νομίζω, πως γι’ αυτήν ήρθα και αυτήν αναζητούσα τόσα χρόνια.

Μα δεν είναι εδώ. Το σπίτι είναι εδώ μα η ζωή μας, όχι. Τα έπιπλα είναι εδώ, μα τα κορμιά μας όχι. Η ψυχή μου είναι εδώ εγκλωβισμένη και ήρθα να την ελευθερώσω. Ήρθα να ανοίξω τα παράθυρα, να φύγει επιτέλους, να πετάξει ελεύθερη όπου θέλει. Να βλέπει κι άλλα όνειρα, όχι μονάχα όνειρα προσφυγικά.
Βγαίνω έξω. Πνίγομαι. Στην αυλή πίσω απ’ τα αγριόχορτα ήταν το ανάχωμα. Το είχα ξεχάσει εντελώς. Και τώρα να το. Ζωντανεύει και τούτη η μνήμη, μαζί του ζωντανεύει κι ο παππούς μου. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες έσκαβε με τον δεκαεξάχρονο εγγονό του. «Εκεί μέσα θα κρυφτούμε όταν αρχινήσουν οι βομβαρδισμοί», είπε. Και ο λόγος του ήταν προσταγή. Κατεβαίνω με δέος τα έξι χωματένια σκαλοπάτια και ακουμπώ το δροσερό χώμα. Εκεί στα σκοτεινά, αφουγκράζομαι τις συζητήσεις των μεγάλων για το κακό που μας βρήκε. Για τους φόνους, τους βιασμούς, τα ορφανά, τους ανθρώπους που τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Αισθανόμουν ασφαλής εκεί, στο πρόχειρο καταφύγιο και ήξερα πως ο παππούς θα μας έσωζε. Τις κόρες του, τη γιαγιά και τα εγγόνια του. Οι γαμπροί του έλειπαν στον πόλεμο. Ποιον πόλεμο αλήθεια; Και με τι όπλα; Τους είδα τους θείους μου και τον πατέρα μου, να φεύγουν. Δεν γνώριζα πού πήγαιναν μα φοβήθηκα να ρωτήσω. Στο ανάχωμα έχουν φυτρώσει κίτρινες μαργαρίτες. Μια μυρμηγκοφωλιά στο βάθος και σαλιγκάρια στα τοιχώματα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρθηκαν να κλείσουν το μικρό λαξευτό τάφο. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως κάποια παιδιά να παίζουν ακόμα κρυφτό εδώ μέσα, ίσως και να φτιάχνουν γιρλάντες με τις μαργαρίτες.

Βγαίνω έξω, φεύγω. Κλείνω αργά την καγκελόπορτα πίσω μου. Τότε, την έκλεισε η γιαγιά μου. Πήρε μαζί της τα κλειδιά. «Γιαγιά μου, δεν κατάφερες να επιστρέψεις. Έφυγες. Κι ο παππούς. Κι η μάνα μου. Μα αν ερχόσουν τώρα μαζί μας θα ‘ταν χειρότερα γιατί το σπίτι σου, τα κλήματά σου, το νοικοκυριό σου δεν είναι πια εδώ. Ή μήπως έχετε έρθει ήδη πριν από μένα;»

Ο άνθρωπος, μας φέρνει δυο τρεις φωτογραφίες και μας τις δίνει. Οικογενειακές φωτογραφίες. Η θεία Νιόβη με το θείο Λούκα, τη μέρα του γάμου τους. «Σου μοιάζει η γυναίκα», λέει. «Μόλις σε είδα θυμήθηκα τη φωτογραφία». Ο ξάδελφός μου, ο Μιχάλης με κοντό παντελόνι και τιράντες. Στηρίζεται πάνω σε μια κολόνα. «Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος, 1970». Τις αρπάζω. Να τις πάρω μαζί μου θέλω. Οι φωτογραφίες είναι η μνήμη, είναι οι άνθρωποι. Δεν ταιριάζουν εδώ. Πρέπει να τις πάρω μαζί μου. Τι να τις κάνει ο ξένος; Γιατί τις φύλαξε άραγε; Ο άνθρωπος σκύβει να μου κόψει ένα κλαδί γιασεμί. Να το φυτέψω λέει. Θα πιάσει. Δεν το παίρνω. Δεν το θέλω. Να μείνει εκεί που είναι. Εγώ έφυγα πριν τόσα χρόνια. Μεγάλωσα. Τώρα πια δεν είμαι εφτά χρονών.

Η εκκλησία του Αη-Γιώρκη είναι μπροστά μου. Το σπίτι μου είναι χτισμένο απέναντι από το καμπαναριό. Πηδώ πάνω από την καγκελόπορτα της εκκλησιάς αφού την έχουν δεμένη με χοντρές σκουριασμένες αλυσίδες. «Σαράντα χρόνια αλυσοδεμένη η καγκελόπορτά σου Αη-Γιώρκη μου, γιατί δεν πήρες τ’ άλογο και το σπαθί σου; Γιατί δεν έγινες κοφίνι γεμάτο φωτιά να σε δουν και να σε προσκυνήσουν; Πώς άντεξες όλα τούτα τα χρόνια μόνος σου γεράκο μου; Πού κρύφτηκες; Γιατί εσύ δεν ήρθες μαζί μας. Ήσουν εδώ. Έμεινες να προσέχεις το χωριό είπε η γιαγιά». «Και δε θα πειράξουν τα σπίτια μας κόρη μου. Φοβούνται τον Άγιο». Αυτά έλεγε η γιαγιά μου, η Αγγελού, που τον ήξερε τον Άγιο μας γιατί μιλούσε μαζί του κάθε δειλινό και μας κάπνιζε με φύλλα ελιάς λέγοντας ξόρκια κι ευχές αρχαίες, που σίγουρα τα ‘χε μάθει από τον Άγιό μας. «Σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχουν τ’ άστρα, σαν τρέχει το φεγγάρι…» Μια μισοσπασμένη καρέκλα. Αυτή έμεινε στην εκκλησιά μας. Ούτε εικόνες, ούτε ξυλόγλυπτοι σκάμνοι, ούτε παγκάρι, ούτε τέμπλο, ούτε πολυέλαιοι. Τίποτα. Χώρος ασφυκτικά κενός, γεμάτος παρούσες απουσίες. Ο σταυρός στο καμπαναριό; Οι τοιχογραφίες; « Άη-Γιώρκη μου, πού πήγες; Έφυγες κι εσύ τελικά; Και τώρα ποιος θα προσέχει τα σπίτια και τα χωράφια μας;»

Στο δρόμο της επιστροφής δεν είμαι πια εφτά χρονών. Τα μάτια μου δεν είναι πια απύθμενα. Δεν ονειρεύομαι πια. Ξέρω! Είδα! Φεύγω από το σπίτι μου και δεν είμαι εφτά χρονών. Δε φοβάμαι και ξέρω πού θα πάω αυτή τη φορά. Περνώντας στο Νότο αισθάνομαι πως τέλειωσε ακόμα μια κηδεία. Έθαψα τις αναμνήσεις μου. Έκλαψα τους νεκρούς μου. Ξεχρέωσα με τις Ερινύες. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού που έκτισα με το σύντροφό μου. Τώρα είμαι σίγουρη. «Ξέχνα τα, ξέχασέ τα επιτέλους! Ή ξαναθυμήσου τα αλλιώς. Πρόσφυγας, δεν είσαι πρόσφυγας πια. Πρέπει να ξεκολλήσεις, να το ξεπεράσεις, να προχωρήσεις! Έκτισες μια καινούρια ζωή, ανήκεις εδώ, ανήκεις παντού, δεν ανήκεις πουθενά, είσαι ελεύθερη.»

«Μητέρα, τώρα ξέρω τι θα απαντώ όταν με ρωτούν από πού είμαι!» Ο γιος μου; Είναι ο γιος μου αυτός που μου μιλά; Είχα πάρει μαζί μου και τα παιδιά σ’ αυτό το ταξίδι; Μα πώς τα ξέχασα τόσες ώρες; Σε ποια ντουλάπια της μνήμης και της λήθης τα κλείδωσα; Τι λέει Θεέ μου; Και γιατί αυτά του τα λόγια με πληγώνουν; Γιατί αυτές του οι λέξεις, μου προκαλούν ρίγος και φόβο; Στ’ αυτιά μου αντηχούν από τα βάθη των αιώνων τα λόγια του Τηλέμαχου. «Αλλά του λόγου σου, τράβα στην κάμαρη σου και κοίτα τις δουλειές σου. Το τόξο όμως είναι των ανδρών υπόθεση, όλων και προπαντός δική μου, αφού σε μένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού».

«Γιε μου, γιε μου και πώς θα καταφέρεις να διώξεις εσύ και η γενιά σου τους μνηστήρες και τα μνημόνια από τον τόπο μας; Και δεν είναι πια απλά τα πράγματα. Ποτέ δεν ήταν άλλωστε. Δεν είναι καλύτερα να εργαστούμε όλοι μας για την ειρήνη, για την αλληλεγγύη; Έχουμε κουράγιο να θάψουμε κι άλλους νεκρούς; Έχουμε την πολυτέλεια να ορίζουμε τη μοίρα μας ακόμη; Και είναι το δίκιο με το μέρος μας ολότελα;»

Δεν ξέρω τι να πω. Ποιος την γνωρίζει την αλήθεια; Αυτό που βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου πια, είναι ένας ήλιος που συνεχίζει ν’ ανατέλλει στον αρχαίο κάμπο της Μεσαορίας κάθε μέρα ολόχρυσος. Είναι τα χρυσαφένια σπαρτά που αιώνες τώρα φυτρώνουν και ωριμάζουν στα χωράφια. Ακούω τη θάλασσα, στοργική μητέρα, που συνεχίζει να τραγουδά το υπέροχο τραγούδι των κυμάτων σ’ όλες τις γλώσσες. Αφουγκράζομαι τον άνεμο να πολιορκεί τα διψασμένα δέντρα της πατρίδας μου. Τη βροχή, λυτρωτικά να πέφτει και να ξεπλένει τα σκονισμένα σπίτια της πατρίδας μου. Βλέπω παιδιά να περπατάνε σαν από πάντα, ξυπόλυτα στα χώματα. Να στέκονται στην άκρη κάποιου χωματόδρομου, να μας χαμογελούν και να κρατάνε κυκλάμινα και μιτσικόριδα. Αυτά τα μιτσικόριδα εναποθέτω με ευλάβεια κι ελπίδα στα χέρια των δικών μου των παιδιών. Δεν έχω κάτι άλλο.

φωτο: η δική μου διαδρομή το 2003.
Αγγέλα Καϊμακλιώτη

Подробнее

Λευκόνοικο

Το χωριό Λευκόνοικο βρίσκεται στο κατεχόμενο τμήμα της Αμμοχώστου, στην κεντρική πεδιάδα της Μεσαορίας και συνορεύει στα βόρεια με το χωριό Πλατάνι, στα δυτικά με το χωριό Ψυλλάτος, στ’ ανατολικά με τη Γύψου και στα νότια με τα Πυργά. Το χωριό ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας Αμμοχώστου μετά τα Κάτω Βαρώσια και το Ριζοκάρπασόν, γι′ αυτό και αναφέρεται και ως κωμόπολη. Το 1973 το Λευκόνοικο είχε 2.116 κατοίκους οι οποίοι ήταν όλοι τους Έλληνες.
Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη, από το λευκός και οίκος, και καθαρά ελληνική. Οι λέξεις λευκός και οίκος την περίοδο της Φραγκοκρατίας αντικαταστάθηκαν από τις αντίστοιχες φράγκικες άσπρος και σπίτι – συνεπώς η αρχαιοπρεπής ονομασία του δειλοί την ύπαρξη του πριν την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Σύμφωνα με μία άποψη το χωριό οφείλει την ονομασία του στην παλαιά συνήθεια των κατοίκων του ν΄ασπρίζουν τα σπίτια τους με ασβέστη, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή στο χωριό υπήρχε κάποιος λευκός οίκος, ένα άσπρο σπίτι το οποίο δεν γνωρίζουμε πότε κτίστηκε. Ο ʼντρος Παυλίδης κάμνει μια τολμηρή υπόθεση ότι ο Λευκός Οίκος ήταν το τέμενος του θεού Απόλλωνος που βρέθηκε στο Λευκόνοικο, το οποίο ονομάστηκε έτσι (Λευκός Οίκος) από το γεγονός ότι ο Απόλλωνας ήταν ο θεός του φωτός, άρα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το Λευκόνοικο υπήρχε από την αρχαιότητα.
Η Εκκλησία Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πάνω Γειτονιά
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας ήταν μια από τις εστίες επανάστασης κατά των κατακτητών λόγω της μιζέριας, της εξαθλίωσης, της ταπείνωσης και της οικονομικής αφαίμαξης του πληθυσμού από τους Φράγκους. Συγκεκριμένα γύρω στα 1400 μ.Χ. οι πειρατές και οι κουρσάρου λεηλατούσαν συνεχώς με τα καράβια τους τα παράλια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, χρησιμοποιώντας τα λιμάνια της Κύπρου για ανεφοδιασμό ενώ τα λάφυρα τ’ αγόραζαν οι Φράγκοι φεουδάρχες, οι οποίοι με την σειρά τους τα πουλούσαν είτε στους ντόπιους είτε σε ξένους.
Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ έχει μετατραπεί από τους Τούρκους σε αποθήκη
Αυτό είχε ώς αποτέλεσμα να εξαγριωθεί ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, ο οποίος απείλησε τον Φράγκο βασιλιά Ιανό ότι αν δε λάβει μέτρα για την πάταξη της πειρατείας θα επιτεθεί εναντίον της Κύπρου. Ο τελευταίος δεν έλαβε υπόψη την προειδοποίηση του Σουλτάνου με αποτέλεσμα να επιτεθεί κατά της Κύπρου στα 1425 και να λεηλατήσει πόλεις και χωριά. Την επόμενη χρονιά (1426) πραγματοποίησε δεύτερη επίθεση κατά την οποία αιχμαλωτίσθηκε ο βασιλιάς Ιανός, θανατώθηκαν πολλοί φεουδάρχες, λεηλατήθηκαν πάλι οι πόλεις και τα χωριά. Οι Κύπριοι δεν άντεξαν, με αρχηγό ένα εξαίρετο παλικάρι από τη Μια Μηλιά, τον Ρε Αλέξη κήρυξαν την επανάσταση κατά των φεουδαρχών με κέντρο το Λευκόνοικο.
Η Εκκλησία του Σωτήρος στην Κάτω Γειτονιά
Οι Φράγκοι στέλνουν δικούς τους κληρικούς και δικούς μας, για να υπογράψουν συνθήκη με τους χωρικούς, αλλά τους ξεγελούν και με δόλο αποκεφαλίζουν τους αρχηγούς τους στην Λευκωσία, ενώ μέσα σε μια μέρα οι Φράγκοι έκοψαν πάνω από 9.000 μύτες συγγενών των επαναστατών για να τους εκδικηθούν, και άλλα τόσα κεφάλια. Ο Ρε Αλέξης συνεχίζει την σθεναρή αντίσταση με τα παλικάρια του, αλλά ηττάται στο χωριό Πέτρα του Διγενή. Ο ίδιος είναι από τους λίγους που σώζονται και καταφεύγει στα βουνά από όπου παρενοχλεί τους Φράγκους. Δυστυχώς όμως, κάποτε τραυματίζεται, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και απαγχονίζεται στις 12 Μαΐου του 1427.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Λευκόνοικο ήταν ένας από τους είκοσι τέσσερις μουκαττάδες, δηλαδή περιοχές που επιβαρύνονταν με ιδικούς φόρους για τη συντήρηση των ταγμάτων των γενιτσάρων που στάθμευαν στην Κύπρο.
Η εκκλησία του Σωτήρος έχει μετατραπεί σε τζαμί από τους Τούρκους
Το Λευκόνοικο αποτελείτο από δύο ενορίες, την Πάνω και την Κάτω Γειτονία όπου είχαν ως κύριες εκκλησίες εκείνη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εκείνη της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είχε επιβλητική εμφάνιση, μ’ ένα εξαίρετο ξυλόγλυπτο τέμπλο και με παλιές βυζαντινές εικόνες. Η μεγαλόπρεπη τοιχογραφία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δέσποζε στο εσωτερικό της. Στην εκκλησία του Αρχαγγέλου γίνονταν όλες οι συναθροίσεις επ΄ευκαιρία διάφορων θρησκευτικών και εθνικών εορτών. Στην Κάτω Γειτονιά η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ήταν μικρή αλλά γοητευτικά στολισμένη. Κοντά σε αυτήν την εκκλησία βρισκόταν το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού με τα ξακουστά παλιά βημόθυρά του. Στο λόφο του Γυμνασίου δέσποζε μεγαλόπρεπα το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Το δε ξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου ήταν κτισμένο ανάμεσα σε τουρκικές περιουσίες. Σε μια γραφική τοποθεσία, σε λόφο βόρεια του χωριού, βρισκόταν το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο τούρκικο χωριό Μελούντα. Το ξωκλήσι του Αγίου Φωκά βρισκόταν, κι αυτό βόρεια του χωριού, κοντά στο τούρκικο χωριό Πλατάνι. Πολλές αρχαιότητες βρέθηκαν στην περιοχή αυτή. Τέλος, στα νότια του χωριού, ανάμεσα στο γυμνό κάμπο, βρισκόταν το μοναχικό ξωκλήσι της Αγίας Ζώνης (Αγία Κινούσα), κτισμένο σε τοποθεσία αρχαίου συνοικισμού.
Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στην Κάτω Γειτονιά
Το Λευκόνοικο είναι η γενέτειρα του Βασίλη Μιχαηλίδη ο οποίος θεωρείται ως ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έξω από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ υπήρχε ο ανδριάντας του Βασίλη Μιχαηλίδη και πίσω από αυτή ήταν το πατρικό σπίτι του ποιητή. Γεννήθηκε το 1849 και πέθανε το 1912. Τα γράμματα του ήταν λίγα. Πολέμησε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1875 για το γνωστό αγροτικό ζήτημα στην Ηπειροθεσσαλία. Με πηγαίο λαϊκό αίσθημα και με εκφραστικό όργανο τη κυπριακή διάλεκτο. διεισδύει στη ψυχή του Κύπριου και αποδίδει τα πατριωτικά αισθήματα, τον έρωτα, τη ζωή.
Εκκλησία Τιμίου Σταυρού
Μια αξιοσημείωτη συνήθεια των Λευκονοιτών ήταν ότι κάθε Πέμπτη απόγευμα οι κρεοπώλες έσφαζαν ένα βόδι που το κεφάλι του έβαζαν μέσα σε λαμαρίνες μαζί με κομμάτια που δεν είχαν πολύ ψαχνό. Το Σάββατο το απόγευμα αφού πύρωναν τους φούρνους έβαζαν μέσα τις λαμαρίνες και το οφτόν ήταν έτοιμο την Κυριακή πρωί -πρωί, για ν’ απολαύσει η οικογένεια μετά την εκκλησία.
Υφαντά του Λευκονοίκου
Το Λευκόνοικο φημιζόταν για την υφαντική του τέχνη. Καθισμένες στον αργαλειό ή τη βούφα οι Λευκονοιτζιάτισσες έφτιαχναν τα περίφημα λευκονοιτζιάτικα υφαντά, που διακρίνονταν για τους έξοχους συνδυασμούς των χρωμάτων τους, τον πλούτο των σχεδίων τους και την απαράμιλλη τέχνη της κατασκευής τους. Κατασκευάζονταν κουρτίνες, κλινοσκεπάσματα, τραπεζομάντιλα, σιεμέδες και πετσετάκια που έδιναν στο λευκονοιτζιάτικο σπίτι χάρη και ομορφιά.
Γυμνάσιο Λευκονοίκου
Το Γυμνάσιο του Λευκονοίκου είναι κτισμένο στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Ιδρύθηκε το 1933 με την επωνυμία «Εμπορικό Κολλέγιο Λευκονοίκου» και για δυο χρόνια λειτούργησε σαν ιδιωτική σχολή. Μετά έγινε κοινοτική και ονομάστηκε «Καμίντζειος Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου», προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτη της Γεωργίου Καμιντζή.
NOCTOC

Подробнее

Το Λεονάρισσον

Το Λεονάρισσον είναι κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στην περιφέρεια της Καρπασίας, μεταξύ της Κώμης του Γιαλού και της Γιαλούσας. Συνορεύει στα βόρεια με τον Κοιλάμενο, στα νότια με τη Κώμη του Γιαλού, στα δυτικά με τον Πλατανισσό και στ’ ανατολικά με τον Βαθύλακα. Είναι χωριό αμιγές ελληνικό κτισμένο σε λοφώδη περιοχή που αποτελεί προέκταση του Πενταδακτύλου. Κατά το 1973, ένα χρόνο πριν τη τουρκική εισβολή, το Λεονάρισσον είχε 617 κατοίκους. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Το 1974 στο Λεονάρισσον περέμειναν πολλοί εγκλωβισμένοι (420) οι οποίοι κάτω από τις απειλές των Τούρκων σταδιακά το εγκατέλειψαν.
Το χωριό υφίστατο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Lonarso ή και Ionarso, πράγμα που ενισχύει την άποψη του Νεάρχου Κληρίδη ότι είχε πάρει τη σημερινή του ονομασία από το όνομα του Φράγκου φεουδάρχη που το κατείχε. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας το Λεονάρισσον ήταν φέουδο, όμως δεν γνωρίζουμε σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε γι′ αυτό δεν μπορούμε να δεχθούμε με βεβαιότητα την άποψη ότι οφείλει την ονομασία του στους μεσαιωνικούς ιδιοκτήτες τους. Ο ʼντρος Παυλίδης υποστηρίζει μια άλλη άποψη που θέλει τ’ όνομα του χωριού να είναι καθαρά ελληνικό.Σύμφωνα με αυτήν, η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη από το λέων και άλσος (=δάσος). Το Λεονάρισσον είναι επομένως το άλσος του λιονταριού. Η λέξη άλσος είναι αρχαία και η χρήση της εύλογη αφού στην περιοχή βρέθηκαν πολλές αρχαιότητες άρα το χωριό έχει αρχαία ονομασία που παρεφθάρη τον καιρό της Φραγκοκρατίας.
Στην περιοχή του χωριού βρέθηκαν αντικείμενα που χρονολογούνται από τα Νεολιθικά χρόνια, ενώ το 1914 διερευνήθηκε και χώρος που τα κατάλοιπά του είναι της Τελευταίας εποχής του χαλκού. Ο Αθανάσιος Σακελλάριος, που μελέτησε τα ερείπια της περιοχής κατά τον 19ο αιώνα, σημειώνει την άποψη ότι στην περιοχή πιθανός να βρισκόταν αρχαίος ναός. Στην τοποθεσία Περιστεφάνη βρέθηκαν μέλη αγαλμάτων, άρα ίσως ο ναός να υπήρχε εκεί, ενώ στην τοποθεσία Μαζάρες βρέθηκαν ερείπεια άγνωστης πολιτείας, λίθοι ακατέργαστοι, λίθοι ελαιοτριβείων καθώς και τάφοι. υπήρχαν δε και δυο αγάλματα του 3ου ίσως αιώνα π.Χ. που είχαν τοποθετηθεί στον αστυνομικό σταθμό.
Το Λεονάρισσον είχε δυο εκκλησίες, εκ των οποίων η μία ήταν αφιερομένη στον ʼγιο Αντώνιο και η άλλη στον ʼγιο Δημήτριο. Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου γινόταν μεγάλο πανηγύρι στις 26 Οκτωβρίου. Από το Λεονάρισσον μάλιστα ξεκίνησε η μεγάλη εθνική εξέγερση των Κυπρίων κατά των ʼγγλων (τα ονομαζόμενα Οκτωβριανά) την 21 Οκτωβρίου του 1931, όπου ομιλητές, εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη εμποροπανήγυρη που γινόταν στις 26 Οκτωβρίου και τη μεγάλη συγκέντρωση του λαού, μίλησαν κατά των κατακτητών εξεγείροντας τα πλήθη.
NOCTOC

Подробнее

Αμμόχωστος

Ανδρέας Καλλής (Φιλόλογος, Δημοτικός Σύμβουλος)
Η Αμμόχωστος βρίσκεται στα ανατολικά της Κύπρου σε ένα στρατηγικά σημαντικό γεωπολιτικό χώρο, εκεί που πραγματικά σμίγει η Ανατολή με τη Δύση, στο σταυροδρόμι θάλεγα τριών ηπείρων, της Ευρώπης της Αφρικής και της Ασίας και έχει ο χώρος αυτός 36 αιώνες ιστορίας και πολιτισμού: για χίλια χρόνια ήταν η πρωτεύουσα της Κύπρου και σε καιρούς ακμής κατόρθωσε να ενώσει και τα δώδεκα βασίλεια της αρχαίας Κύπρου.
Η σημερινή Αμμόχωστος , νυν δοριάλωτος είναι συνέχεια μιας σειράς άλλων πόλεων που από τον 17ο αιώνα π.χ. ως το 1974 διαδραμάτισαν τον πιο σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορική πορεία της Κύπρου μας.
Σύμφωνα με την αρχαιολογία και την ιστορία στην περιοχή της σημερινής Αμμοχώστου τον 17ο αιώνα π.χ. ιδρύθηκε η ¨Εγκωμη από μια ομάδα γεωργών και τεχνητών του χαλκού κοντά σε αρχαιότερη πόλη , την Αλασία.Η Εγκωμη όπως απέδειξαν οι ανασκαφές αναπτύχθηκε πολύ και έζησε πέντε αιώνες και σε αυτή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Έλληνες, Μυκηναίοι και Αχαιοί.Οι ανασκαφές έφεραν σε φως αρχοντικές κατοικίες και επιβλητικά κυκλώπεια τείχη.Η Έγκωμη καταστράφηκε από τους λεγόμενους << λαούς της θάλασσας >> και οι κάτοικοι της μετακινήθηκαν πιο κοντά στην θάλασσα.
Ο Νομπελίστας ποιητής , μεγάλος φίλος της Κύπρου, Γιώργος Σεφέρης που επισκέφτηκε την Κύπρο τρείς φορές και έγραψε πολλά ποιήματα για την Κύπρο έγραψε και ένα θαυμάσιο ποίημα για την αρχαία Έγκωμη.
Κοντά στην θάλασσα κτίζεται νέα πόλη η περίφημη Σαλαμίνα,Σύμφωνα με την παράδοση ιδρυτής της πόλης ο Τεύκρος, γυιος του βασιλιά της Ελλαδικής Σαλαμίνας Τελαμώνα, που έφθασε στην Κύπρο ύστερα από το τέλος του τρωικού πολέμου και εγκαταστάθηκε στο νησί μας ,γιατί ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του επειδή δεν προφύλαξε τον αδελφό του Αίαντα από την αυτοκτονία .
Η Σαλαμίνα για χίλια χρόνια υπήρξεν η πρωτεύουσα της Κύπρου και το βασίλειο της το σημαντικότερο από τα δώδεκα ελληνικά βασίλεια που υπήρχαν σε ολόκληρο το νησί.Στη Σαλαμίνα βασίλευαν περίφημοι βασιλείς μεταξύ των οποίων ο Ονήσιλος και ο Ευαγόρας ο Α΄. Όλοι τους πολέμησαν τους ξένους κατακτητές και έμειναν στην ιστορία της Κύπρου ως σύμβολα αιώνια αγώνων για λευτεριά.Ο Ονήσιλος στον αγώνα του ενάντια στους Πέρσες είχε πολύ τραγικό τέλος .αποκεφαλίστηκε και στο κεφάλι του οι μέλισσες έφτιαξαν κηρήθρα που στο μαντείο των Δελφών χρησμοδότησε πως έπρεπε να ταφεί με τιμές.
Ο Ευαγόρας ο Α΄υπήρξε μια πανελλήνια πολιτική και πνευματική προσωπικότητα. Ο μεγάλος Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης του αφιερώνει ολόκληρο εγκώμιο και οι Αθηναίοι τον τιμούν με διάφορους τρόπους.Είναι αυτός που από τους πρώτους συνέλαβε την ιδέα της πανελλήνιας ένωσης και καλλιέργησε όσο κανένας άλλος τα ελληνικά γράμματα και διατήρησε τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού στη Σαλαμίνα της Κύπρου.Οι κορυφαίες δραστηριότητες του Ευαγόρα ήταν να εκριζώσει τα φιλοπερσικά αισθήματα και να εδραιώσει το φιλελληνικό πνεύμα.Τη σαλαμίνα και ολόκληρο το νησί από τους Πέρσες ελευθέρωσε τελικά ο άλλος μεγάλος του ελληνισμού στρατηλάτης, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο γυιός του Φίλιππου βασιλιά της Μακεδονίας που τόσο άτεχνα, κι αδέξια μερικοί << άσπονδοι φίλοι >> της Ελλάδας προσπαθούν να υποστηρίξουν όσους εσκεμμένα παραχαράσσουν και πλαστογραφούν την ιστορία της Ελληνικής Μακεδονίας.
Μετά τον Μ. Αλέξανδρο, στην Σαλαμίνα και σε ολόκληρη την Κύπρο έρχονται οι διάδοχοι του οι Πτολεμαίοι. Ακολουθεί η ρωμαική κυριαρχία με κύριο χαρακτηριστικό της την υπεροχή του ελληνικού πνεύματος πάνω στο ρωμαικό ακριβώς όπως συνέβηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα . Οι βυζαντινοί χρόνοι στερεώνουν τη χριστιανική θρησκεία και είναι πολλά τα δείγματα του βυζαντινού πολιτισμού σε ολόκληρη την Κύπρο.Ακολουθούν οι Λουζινιανοί , οι Ενετοί, οι Τούρκοι οι Αγγλοι και επανέρχονται σκληρότεροι οι Τούρκοι.
Τον Χριστιανισμό στην Κύπρο διέδωσαν οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας.Ο Βαρνάβας ήταν Σαλαμίνιος και κοντά στην Σαλαμίνα βρίσκεται ο τάφος του Αποστόλου Βαρνάβα και το ομώνυμο μοναστήρι του. Θεωρείται ο ιδρυτής της Κυπριακής εκκλησίας.Κατά την παράδοση ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ανθέμιος το 488μ.χ. οραματίστηκε τον Απόστολο Βαρνάβα που του υπόδειξε το μέρος που ήταν θαμμένος.Τον βρήκε κάτω από μια χαρουπιά με το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο στο στήθος του. Το Ευαγγέλιο το πρόσφερε σαν δώρο στον αυτοκράτορα του βυζαντίου Ζήνωνα, ο οποίος παρεχώρησε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου αυτοκρατορικά προνόμια και στην Εκκλησία της Κύπρου το Αυτοκέφαλο .Από τότε η Εκκλησία της Κύπρου είναι Αποστολική και Αυτοκέφαλη και οΑρχιεπίσκοπος Κύπρου, κρατά αυτοκρατορικό σκήπτρο, φορεί κόκκινο μανδύα στις επίσημες τελετές και υπογράφει με κόκκινο μελάνι.
Η Σαλαμίνα καταστρέφεται από σεισμούς αλλά μέχρι τώρα είναι ο σπουδαιότερος αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου μαζί με την Πάφο.Αφήσαμε ένα θαυμάσιο υπαίθριο θέατρο εφάμιλλο μ΄ εκείνο της Επιδαύρου καθώς και το περίφημο Γυμνάσιο με τις χαρακτηριστικές κολώνες του.
Την Σαλαμίνα διαδέχεται η Κωνστάντια που ονομάστηκε έτσι από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνστάντιο τον Β’. Είχε περίφημο ναό, την επτάκλιτη βασιλική του Αγίου Επιφανίου.
Οι αραβικές επιδρομές πολλές και συνεχείς κατέστρεψαν και την Κωνσταντία και οι κάτοικοι της όσοι διασώθηκαν μετακινήθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στην Αρσινόη την οποία είχε κτίσει ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος ο Β’ προς τιμή της συζύγου και αδελφής του Αρσινόης. Η Αρσινόη παραμελήθηκε και χώστηκε στην άμμο και είναι αυτή που μετονομάστηκε ύστερα Αμμόχωστος, η πόλη η χωμένη στην άμμο, η δική μας πόλη.
Με την παρακμή της Σαλαμίνας, της Κωνσταντίας, της Αρσινόης αρχίζει η ακμή της Αμμοχώστου. Γίνεται αρχιεπισκοπική έδρα και αποκτά μεγάλη δόξα και οι κάτοικοι της αμύθητα πλούτη. Η περίοδος 1191 μ.Χ θεωρείται η πρώτη χρυσή περίοδος της Αμμοχώστου. Λέγεται ότι είχε εκατό χιλιάδες κατοίκους οι οποίοι ήσαν όλοι τους πάμπλουτοι. Κάποιος ξένος περιηγητής της εποχής έγραψε για την Αμμόχωστο. «Είναι η πλουσιότερη απ’ όλες τις πόλεις και οι κάτοικοι της οι πλουσιότεροι απ’ όλους τους ανθρώπους. Κάποτε ένας Αμμοχωστιανός που αρραβώνιασε την κόρη του, της φόρεσε στο κεφάλι χρυσή κορώνα με τόσα πολλά κοσμήματα που οι Γάλλοι όταν την είδαν είπαν ότι η αξία της ξεπερνούσε όλα τα κοσμήματα της Γαλλίας».
Ο γνωστός χρονογράφος της εποχής αυτής Λεόντιος Μαχαιράς γράφει κάπου στην Κρόνικα του για κάτοικο της Αμμοχώστου: «Σκορπίζει τα μαργαριτάρια και τις πολύτιμες πέτρες σαν να ήταν σιτάρι». Η Αμμόχωστος της εποχής εκείνης είναι μοναδικό κοσμοπολίτικο κέντρο. Λέγεται πως ακούονταν μέσα στην πόλη εκατό διαφορετικές γλώσσες. Θαυμάσιες κατοικίες, μεγαλοπρεπείς ναοί στόλιζαν την πόλη και πανίσχυρα τείχη με πύργους και επάλξεις της έδιναν ασφάλεια και ξεχωριστή γραφικότητα. Στα ενετικά τείχη της Αμμοχώστου βρίσκεται ο πύργος του Οθέλλου και πάνω στην πύλη βρίσκεται εντοιχισμένο το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, που λέγεται πως άνοιγε το στόμα του μια φορά το χρόνο. Ο πρώτος που προλάβαινε να βάλει το χέρι του στο στόμα του εύρισκε μεγάλο θησαυρό. Στα χρόνια μου στο «λιονταρούϊ» παραπεμπόταν όποιος είχε παράπονο.
Ο Πύργος του Οθέλλου οφείλει την ονομασία του στον σαιξπηρικό ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας ο οποίος έπνιξε από ζήλια την βενετσιάνα σύζυγο του Δυσδεμόνα.
Λέγεται ακόμη πως στην Αμμόχωστο υπήρχαν όπως και στην Κωνσταντινούπολη τριακόσιες εξήντα πέντε εκκλησιές που λειτουργούσαν μια κάθε μέρα. Περίφημος ναός που διασώζεται ως τα σήμερα είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου γοτθικής αρχιτεκτονικής, μοναδικού κάλλους και μεγαλοπρέπειας. Εδώ στέφονταν οι βασιλείς και της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου. Σήμερα είναι τζαμί.
Η ιστορική πορεία της Αμμοχώστου συνεχίζεται και ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης Κύπρου. Ακολουθεί μια αντίστροφη μέτρηση με πλήθος από μηχανογραφίες και εκπτώσεις αξιών. Η Αμμόχωστος που άλλοτε ήταν η πρώτη, η χρυσή πόλη, περνά δύσκολους χρόνους και οι κάτοικοί της από πλούσιοι γίνονται πάμφτωχοι.
Ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ στέλλει το 1570 τελεσίγραφο που ζητούσε να του παραδώσουν οι Ενετοί την Κύπρο.
«εάν θέλετε να αποφύγετε τας επικείμενας δυστυχίας του πολέμου, τι είναι η Κύπρος παρά ένας σκόπελος». Οι Ενετοί αρνούνται και στις 3 Ιουλίου 1570 οι Τούρκοι αποβιβάζονται στην Κύπρο και την καταλαμβάνουν εκτός από την Αμμόχωστο που την πολιορκούν για ένα χρόνο για να πέσει στα χέρια των Τούρκων τον Αύγουστο του 1571. Ειρωνεία της κακής τύχης. Γιατί και εμείς οι σύγχρονοι Αμμοχωστιανοί εγκαταλείψαμε την Αμμόχωστο τον Αύγουστο του 1974.
Από το 1574 οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν σε Χριστιανούς να κατοικούν μέσα στην Αμμόχωστο. Έτσι αναγκαστικά από τότε οι Χριστιανοί άρχισαν να κατοικούν έξω από την Αμμόχωστο, νοτιότερα σε προάστιο (βαρούς στα τούρκικα) στα Βαρώσια που επέπρωτο να επεκταθεί και ν’ αναπτυχθεί τόσο έτσι που πριν από την τούρκικη εισβολή του 1974, τα Βαρώσια ή το Βαρώσι, η νέα Αμμόχωστος να γίνει ένα μοναδικό κοσμοπολίτικο κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο. Τριακόσια επτά χρόνια διάρκεσε η πρώτη τουρκική κατοχή ως το 1878 μ.Χ, όταν η Κύπρος πουλήθηκε από τους Τούρκους στους ʼγγλους έναντι ενός πολύ μικρού ποσού και το 1925 έγινε επίσημα αποικία των ʼγγλων. Αξίζει να αναφερθεί και πως στην πρώτη τούρκικη κατοχή, οι Τούρκοι έφεραν εποίκους για να αυξήσουν τον τούρκικο πληθυσμό σε βάρος του Ελληνικού.
Το Βαρώσι (η νέα Αμμόχωστος) στην αρχή και το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα ήταν μια μικρή κωμόπολη και όχι πόλη. Οι κάτοικοι του ήσαν κηπουροί, αγγειοπλάστες, μικροτεχνίτες, εργάτες και πολύ λίγοι επιστήμονες ή κάποιου μορφωτικού επιπέδου.
Η ανάπτυξη της Αμμοχώστου, θεαματική και αλματώδης στον οικονομικό, τουριστικό και πνευματικό τομέα αρχίζει μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου και ιδιαίτερα ύστερα από τον απελευθερωτικό αγώνα του Κυπριακού λαού 1955-1959 και την ανακήρυξη της Κύπρου σε Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία τον Αύγουστο του 1960 με πρώτο πρόεδρο τον αείμνηστο Μακάριο τον Τρίτο. Η περίοδος 1960 ως το 1974 είναι μια άλλη χρυσή περίοδος για την Αμμόχωστο. Το άλλοτε μικρό Βαρώσι η νέα πόλη της Αμμοχώστου από το 1960 έγινε μια όμορφη πόλη με 45 χιλιάδες κατοίκους που όλοι μαζί δουλεύαμε για να την αναδείξουμε σε πρώτη πόλη στην τουριστική κυρίως βιομηχανία. Το 80% των τουριστικών κλινών όλης της Κύπρου, πριν από την εισβολή του 1974 βρισκόντουσαν στην Αμμόχωστο.
Η Αμμόχωστος ήταν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη που έσφυζε από ζωή και που χιλιάδες τουρίστες εύρισκαν φιλοξενία στα άνετα και πολυτελή της ξενοδοχεία και απολάμβαναν τη ζεστή γαλανή της θάλασσα με την ανεπανάληπτη χρυσή αμμουδιά της. Παντού σε όλη την Αμμόχωστο αναγείρονταν πριν από την εισβολή νέες κατοικίες, νέα δημόσια κτίρια και εκπαιδευτήρια, νέα ξενοδοχεία και ξενοδοχειακά διαμερίσματα, νέα μεγάλα γραφεία με εντελώς σύγχρονο εξοπλισμό. Το λιμάνι της το μεγαλύτερο της Κύπρου. Τα 75% των εισαγωγών και εξαγωγών περνούσαν από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Ποιος αλήθεια από εμάς τους Αμμοχωστιανούς είναι δυνατόν να ξεχάσει τη Λεωφόρο Κέννεντυ που έσφυζε από ζωή μέρα και βράδυ, τα καλλιμάρμαρα μέγαρα του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου του Γυμνασίου Αμμοχώστου, το Δημοτικό Μέγαρο, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και Πινακοθήκη, το Μουσείο, τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Ζώνης, του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Μέμνονος, της Αγίας Παρασκευής, της Χρυσοπολίτισσας, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Λουκά, του Αγίου Γεωργ ίου, του Αγίου Ιωάννη και της Αγίας Τριάδας. Ποιος αλήθεια από τους Αμμοχωστιανούς θα ξεχάσει το σπίτι που γεννήθηκε, την γειτονιά που πρωτόπαιξε, τα σχολεία που φοίτησε, την πόλη που τον ανάθρεψε
Αυτήν την όμορφη πόλη, την Αμμόχωστο, εγκαταλείψαμε στις 14 Αυγούστου 1974 ύστερα από ένα ανόητο, προδοτικό πραξικόπημα της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών και στις 20 του ίδιου μήνα εισβολή των τούρκων στο νησί. Εμείς οι Αμμοχωστιανοί γίναμε τραγικά θύματα του τουρκικού αττίλα που ανελέητα και αδιάκριτα βομβάρδισε ολόκληρη την πόλη ύστερα από την φυγή μας. Πήραμε το δρόμο της πικρής προσφυγιάς. Η Αμμόχωστος με το πέρασμα 34 σχεδόν χρόνων τώρα κατάντησε να είναι μια έρημη βουβή πόλη, χωρίς τους μόνιμους κατοίκους της.
Γράφει σχετικά σουηδός δημοσιογράφος:
«Η άσφαλτος στους δρόμους της έχει σχισθεί κάτω από τον ζεστό ήλιο και στα πεζοδρόμια έχουν βλαστήσει θάμνοι. Σήμερα τα τραπέζια είναι ακόμα στρωμένα, οι μπουγάδες απλωμένες και οι λαμπτήρες των δρόμων εξακολουθούν να ανάβουν».
Στην προσφυγιά οι Αμμοχωστιανοί, όπως όλοι οι κύπριοι πρόσφυγες, επαναδραστηριοποιήθηκαν μ’ έναν τρόπο που φανερώνει την εργατικότητα, την επιμονή και την αποφασιστικότητα των κυπρίων να ζήσουν και να επιβιώσουν στην γη των πατέρων τους. Όμως όλους μας λείπει το σημείο αναφοράς. Μένουμε όλοι χωρίς εξαίρεση οι Αμμοχωστιανοί νοσταλγοί και λάτρεις της Αμμοχώστου. Θέλουμε να επιστρέψουμε στην πόλη μας, αναμένουμε σύντομα το «νόστιμο ήμαρ» για να το μετατρέψουμε σε κάλλιστο. Η Αμμόχωστος που τώρα αγναντεύουμε από τα φτιαχτά ψεύτικα σύνορα της Δερύνειας, είναι εκεί και μας περιμένει.
Η Αμμόχωστος είναι πόθος και αγάπη. Είναι μια πόλη όμορφη και στο λυκαυγές και στο απομεσήμερο και στο λυκόφως. Είναι η αγαπημένη πόλη μας και σ’ αυτή οπωσδήποτε θα επιστρέψουμε.
( απο το Αμμόχωστος tennis club)

Подробнее

Σπήλαιο της Αγίας Αικατερίνης

hist_037cΌσα κορίτσια πηγαίναμε στο Γυμνάςιο Θηλέων θυμόμαστε πολύ καλά που χωνόμαστε στο Σπήλαιο της Αγίας Αικατερίνης να ανάψουμε κερί πριν απο κάθε διαγώνισμα! Βέβαια αν ήσουν αδιάβαστη καθόλου δεν βοηθούσε αυτό αλλά εμείς σταθερές ……ανάβαμε το κερί μας !
Ο νεώτερος τρουλλαίος ναός της Αγίας Αικατερίνης και κυρίως το σπήλαιο, ήταν ένα δημοφιλές προσκύνημα των Βαρωσιωτών και ειδικά των μαθητριών του παρακείμενου Γυμνασίου Θηλέων Αμμοχώστου. Η Αγία Αικατερίνη υπαγόταν στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου.

Подробнее

Άγιος Ανδρόνικος Γιαλούσας

Ο Άγιος Ανδρόνικος Γιαλούσας είναι ένα ωραιότατο χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου στο διαμέρισμα της Καρπασίας. Χτίστηκε στα βυζαντινά χρόνια και είχε πολιούχο άγιο τον ʼγιο Ανδρόνικο. Μετά από προδοσία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί Έλληνες του χωριού κατέφυγαν στην στη Μικρά Ασία για να γλιτώσουν από τους Τούρκους του νησιού. Κατ’ αυτή τη περίοδο εγκαταστάθηκαν με τη βία και Τούρκοι στον ʼγιο Ανδρόνικο, και από έκτοτε το χωριό ήταν μικτό. Εν το μεταξύ οι κάτοικοι του χωριού, όταν ανακάλυψαν το σπήλαιο στο οποίο ασκήτεψε η Αγία Φωτού την ανακήρυξαν πολιούχο του χωριού τους, της έκτισαν ναό, ενώ με την πάροδο του χρόνου ο ναός του Αγίου Ανδρονίκου γκρεμίστηκε χωρίς όμως να χάσει το χωριό την αρχική του ονομασία.
Από μορφολογικής πλευράς το χωριό αποτελείται από λόφους, πλαγιές, κοιλάδες, οροπέδια. Μπροστά από το χωριό περνά ο δρόμος προς το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, ενώ από την άλλη απλώνονται καταπράσινες πεδιάδες που συνέτεινε στην ανάπτυξη της γεωργίας. Έτσι οι κάτοικοι του χωριού καλλιεργούσαν ελιές, σιτηρά, εσπεριδοειδή και για πολλά χρόνια κολοκάσι, για το οποίο φημιζόταν το χωριό, καθώς και σησάμι. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι εξέτρεφαν μεγάλο αριθμό αιγοπροβάτων και βοδιών.
Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για χωριό ακριτικό ο πληθυσμός αυξανόταν σταδιακά μέχρι το 1963 -64 που είχαμε τις πρώτες διακοινοτικές διαταραχές. Το 1964 οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν το χωριό και ένα χρόνο πριν την Τουρκική εισβολή με βάση απογραφής οι Ελληνοκύπριοι ανέρχονταν στους 712. Μετά την εισβολή οι Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν το χωριό, ενώ το 1983 υπήρχαν σ’ αυτό 9 εγκλωβισμένοι. Σήμερα το χωριό κατοικείται από 900 περίπου Τούρκους και Τουρκοκυπρίους και έχει μετονομαστεί σε Yesilkoy που σημαίνει πράσινο
NOCTOC

Подробнее

Το πιάτο

Πάνω από κάθε πόρτα υπήρχε κι από ένα πιάτο. Συνολικά τέσσερα πιάτα. Το σπίτι κτίστηκε το εννιακόσια δεκαοχτώ μόλις γύρισε από την Αμερική ο παππούς. “Δεν θα τους τα αφήσω” είπε ο πατέρας στη μάνα μας που τον κοίταζε συλλογισμένη και της είπε για το σχέδιο που κατέστρωσε. Κάθε βράδυ στο σκοτάδι -γιατί οι οδηγίες ήταν σαφείς για το τι θα ακολουθούσε- έβαζε μια μικρή σκάλα και κτυπούσε προσεχτικά τον γύψο γύρω από τα δύο πιάτα που ήταν έξω μέχρι που τα ξεκόλλησε. Κάλυψε τον χώρο που δημιουργήθηκε με νέο γύψο. Αυτά που ήταν μέσα στο σπίτι ήταν πιο εύκολο.
Κάποια μέρα, όταν οι πιέσεις εντάθηκαν, φόρτωσαν ό,τι μπορούσαν στο φορτηγό και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς αφού γονάτισαν πρώτα και φίλησαν το χώμα της αυλής του σπιτιού τους μπροστά στο βένετο ξωπόρτι.
Μάθαμε ότι έκτισαν τις πόρτες, έκτισαν τα παράθυρα, χάλασαν το ένα δωμάτιο, χάλασαν τον φούρνο, έκοψαν τα δέντρα, ο ευκάλυπτος γονάτισε και τίποτε δεν θυμίζει το σπίτι μας.
Εμείς όμως, το ξανακτίζουμε. Το κτίζουμε μέσα μας γύρω απ’αυτά τα πιάτα. Και μας περιμένει.

ΝΝ-Χ
Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ
απο Κάρβας

Подробнее

Βενετια και Γενουα στο μεσαιωνικο Βασιλειο της Κυπρου

Ο 13ος αι. κυλησε μαλλον ηρεμα και παρα τις κατα καιρους κρισεις που περασε το Βασιλειο, η Κυπρος καταφερε να αναδειχθει σε ενα σπουδαιο εμπο­ρικο κεντρο και να αναδειξει τον πλουτο που διεθετε. Σ’ αυτο αναμφιβολα συνετελεσαν ολοι οι παραπανω εμποροι των ξενων χωρων χαρη στη δραστη­ριοτητα τους, αλλα και τις σημαντικες διεθνεις συγκυριες. Πρωτα η απαγορευ­ση απο τη χριστιανικη Δυση των εμπορικων σχεσεων με τους μουσουλμανους, θετοντας στο περιθωριο ενα σημαντικοτατο λιμανι της εποχης, οπως ηταν η Αλεξανδρεια, και στη συνεχεια το ανοιγμα της ενδοτερης Ασιας στο ευρωπαι­κο εμποριο. Η θεση της Κυπρου σε σχεση με το ασιατικο εμποριο ηταν αναμ­φιβολα βασικη, και το λιμανι της Αμμοχωστου στραμμενο προς τις ασιατικες ακτες ακομη περισσοτερο. Ενα μαλλον περιφερειακο λιμανι μεχρι τοτε, η Αμμοχωστος μετατραπηκε στη διαρκεια του Που αι. σε ενα σπουδαιο εμπορι­κο σταθμο του διεθνους εμποριου.
Το ενδιαφερον λοιπον τοσο των ξενων εμπορων, οσο και των βασιλεων της Κυπρου στραφηκε απο τα τελη του Που αι. αποκλειστικα στην Αμμοχωστο. Σκοπος των Λουζινιαν ηταν η ακομη μεγαλυτερη ενισχυση του λιμανιου ως εμπορικου κεντρου και κομβου στη ναυσιπλοϊα της ανατολικης Μεσογειου υπο τον αμεσο ομως ελεγχο τους. Οπως ηταν αναμενομενο, η Αμμοχωστος μπηκε στο στοχαστρο των Γενουατων. Ετσι, η σχετικη ισορροπια που ειχε επι­κρατησει μεχρι και τις αρχες του 14ου αι. αρχισε να διαταρασσεται. Αν και το ενδιαφερον για το υπολοιπο νησι και τα προιοντα του (οπως ηταν η ζαχαρη, το βαμβακι η το αλατι) δεν ειχε χαθει, ωστοσο η Αμμοχωστος μαγνητιζε πλεον περισσοτερο: Εκεινος που θα ειχε τον ελεγχο της, θα ειχε και το μεγαλυτερο μεριδιο απο τα κερδη των εμπορικων δραστηριοτητων στο νησι.
Η Αμμοχωστος, το μεγαλυτερο πλεον λιμανι της Κυπρου, στις αρχες του 14ου αι. αποτελουσε «σταυροδρομι των εθνων», στο οποιο παρολο που καποι­ ες κοινοτητες υπερειχαν αριθμητικα, καμια δεν ειχε ακομη επιβληθει στις αλλες. Σ’ αυτο συντελουσε και το γεγονος οτι στην Αμμοχωστο, σε αντιθεση με τη Λευκωσια, καμια απο τις παραπανω κοινοτητες την εποχη εκεινη δεν διεθε­τε ακομη τη δικη της συνοικια, εκκλησια η και οχυρωσεις, ετσι ωστε να δημι­ ουργησει ενα μονιμο πυρηνα, ο οποιος θα εδινε τη δυνατοτητα επιβολης. Ολοι κατειχαν μονο τελωνειακα προνομια. Στη διαρκεια ομως του ιδιου αιωνα τα πραγματα αλλαξαν ριζικα.
Αγωνας για επικρατηση: Βενετια και Γενουα στο μεσαιωνικο Βασιλειο της Κυπρου

Χαραλαμπος Γασπαρης
Διευθυντης Ερευνων
Ι.Β.Ε./Ε.Ι.Ε.

και βαλαν την ταβλαν τους Γενουβισους δεξια, και τους Βενετικους αριστερα και ως γοιον ετρωγαν, εφοβεριζεν evav κονμοννιν το αλλον και ετριζαν τα δοντια τους. (Μαχαιρας, τομ. Ι, § 328)

Подробнее

Καζίνο Βαρωσίων

Το Καζίνο Βαρωσίων και η ταραχώδης ιστορία του…… Οδός Ερμού 1926
Η πιό παλιά φωτογραφική αποψη της Οδού Ερμού στο αρχείο της συλλογής χρονολογείται απο το 1926. Ευτυχώς η φωτογραφία είναι αρκετά καθαρή και μας δείχνει πολύτιμα στοιχεία της κοινωνικής και εμπορικής ιστορίας της πόλης καθώς και της ωραίας αρχιτεκτονικής (όπως τα μαγαζιά με τια κομψές Κυπριακές καμάρες τους ηλιακούς των προσόψεων) που χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη.
Μπροστά, στα αριστερά (1) διακρίνεται το φαρμακείον “Ο Φοίνιξ” του Γ. Πάλμα. Ο Γεώργιος Πάλμας, απόφοιτος του πανεπιστημίου του Λονδίνου, ηταν ο πρώτος φαρμακοποιός των Βαρωσίων. Μπροστά στα δεξιά (2) διακρίνεται το καφενείο του Βοσκαρή και αμέσως μετα το κουρείον του Αντώνη Κανικλίδη (3). Στο βάθος δεξιά (4) διακρίνεται το ανώγειο κτίριο του Καζίνου στην διασταύρωση Ερμού και Κίμωνος. Διακρίνονται επίσης τα σύρματα ηλεκτρισμού; η ηλεκτροδότηση της Αμμοχώστου άρχισε το 1922.
Το Καζίνο είχε ταραχώδη ιστορία όπως αφηγείται ο Μιχαήλ Κούμας στο βιβλίο του “Τα Παληά Βαρώσια και η Παληά Αμμόχωστος”.
Γράφει ο Κούμας:
“Γειτονικόν πρός το καφενείον του Μπάρπα Γιάννη ήτο και το ανώγειον Καζίνο επι των οδών Ερμού και Κίμωνος, το οποίον εις παλαιοτέρους καιρούς επί Τουρκοκρατίας, συνεκέντρωνε τους προεστούς του Βαρωσιού, σαν π.χ. τον Χατζηπέτρον, τον Γεώργιον Σωτηρίου, τον Σωτηράκην Εμφιετζήν, τον Ευαγγέλην Λοίζου, τον Χρυσόστομον Λοίζου, τον Λουκάν Γεωργίου, τον Λουκάν Κωνσταντινίδην, τον ιατρόν Δημήτριον Μητίδην και ολίγους άλλους.
Εδώ επάνω κατά τις τελευταίες μέρες της Τουρκοκρατίας οι προύχοντες μας εψιθύριζαν τα νεώτερα κρυφά κρυφά από τα Τούρκικα αυτιά. Ητο τότε, ως γνωστόν, η εποχή του μεγάλου Ρωσσοτουρκικού πολέμου στα 1877-78 μ.χ. και οι καυμένοι οι ραγιάδες εμαζεύοντο αθόρυβα μέσα στον ανεμόμυλον του Χατζηγιώρκη του Οβραίου πάνω στην τούμπαν, κατά την σημερινήν οδόν Ανεμομύλου, και εδιάβαζαν την μοναδικήν ελληνικήν εφημερίδα Νέαν ήμέραν της Τεργέστης, που εφθανε στήν Λάρνακα κάθε μήνα, και που την μετέφεραν κρυφά στα Βαρώσια. Και η ενημερότης αυτή παρ ολίγον να εστοίζιζε τότε την ζωήν και εις τοιυς ιδίους αυτο΄υς τους προεστούς και εις πολλούς αλλους Βαρωσιώτες. Ιδού πώς εδημιουργήθη ο κίνδυνος αυτός και πώς απεσοβήθη.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1878 έπληροφορήθησαν οι εκλεκτοί θαμώνες του Καζίνου ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα νικηφόρα διέβησαν τον ποταμόν Δούναβιν και εκυρίευσαν την οχυράν πόλιν της Βουλγαρίας Πλεύνας που την υπερήσπιζε γενναιότατα ο Τούρκος αρχιστράτηγος Οσμάν Πασάς, και οτι οι Ρώσσοι ακάθεκτοι εφθασαν εις τον Αγιον Στέφανον προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως.
Την πτερόεσσαν και χαροποιόν δια τους Χριστιανούς φήμην ακουσε και ο κάτωθεν του Καζίνου Τούρκος καφετζής, όστις ανήγγειλε τα δυσάρεστα δια τους Τούρκους νέα εις πολυάριθμον συγκέντρωσιν των ομοφύλων του εις την πλατείαν της Αγίας Σοφιάς της Αμμοχώστου, την ώραν ακριβώς που το Τουρκικόν πλήθος ενθουσιωδώς διετυμπάνιζεν ότι τα Τουρκικά στρατεύματα ενίκησαν τους Ρώσσους και συνέλαβαν τριακόσιας χιλιάδας αιχμαλώτους με τον Τσάρον των μαζή.
Το νέον έπεσεν ως βόμβα εις το μέσον του Τουρκικού όχλου, όστις εξετράπη είς ύβρεις και απειλάς κατά του Τούρκου καφετζή, του αγγέλου κακών, και εζήτει επιμόνως να μάθη ποιός του είπε το κακό μαντάτο για τον Πατισιάχ και το ντοβλέτι.
Ο καφετζής τότε υπό τας απειλάς και τις ύβρεις είπεν οτι το είχεν ακούσει απο τους Ρωμηούς στο άνωθεν του καφενείου Καζίνο, και οι Τούρκοι έξαλλοι ητοιμάσθησαν να ανεβούν το πρωί στο Βαρώσι να σφάξουν τους άπιστους που είπαν πως η Πλεύνα έπεσεν εις χείρες των γκιαούρ Μοσκώφ. Μα ευρέθη απο μηχανής θεός την στιγμήν εκείνην ο καλός Αμοχουστιανός τούρκος Ζουχτί εφέντης, όστις έδραμεν όρθρου βαθέως στα σκαλοπάτια της θύρας του Καζίνου επι της οδού Κίμωνος και προς την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, και επληροφόρησε δεόντως τον καφετζήν Δημήτρην Μιντήν να ειδοποιήσει πάραυτα τους προύχοντας δια τον μεγάλον κίνδυνον που επεκρέματο επί των κεφαλών των και όλων των Ελλήνων Χριστιανών του Βαρωσιού.
Και με τις πρώτες αντάυγειες της ροδοδάκτυλης θεάς οι ηγέται της Ελληνικής κοινότητος έκαμαν κρυφά το συμβούλιον των και εφεύραν την λύσιν:
Απεφάσισαν δηλαδή να συνεννοηθούν με κάποιον, τον οποίον θα εφευγάτιζαν αμέσως σε κανένα προξενείο στην Λάρνακα και να επιρρίψουν επάνω του την διάδοσιν της Τουρκικής ήττης εις το Βαλκανικόν μέτωπον. Και ως τοιούτον επέλεξαν τον ιατρόν Δημήτρην Μητίδην, όστις εγένετο ευθύς άφαντος, σωθείς πράγματι εις ξένο κουσουλάτο της Σκάλας, και έτσι η μανία του καταφθάσαντος μετά μαχαιρών και ροπάλων και ύβρεων τουρκικού όχλου εκόπασεν. Και όταν μετ ολίγους μήνας η Τουρκία παρεχώρησε την Κύπρον εις την Αγγλίαν, ο ιατρός Μητίδης επανήλθε σώος και αβλαβής στην πόλιν και στήν οικογένειαν του.”
Ammohostos wordpress com

Подробнее