Σαλαμίς

Σαλαμίνα]
[…] Η Σαλαμίς της Κύπρου, εκεί που ήταν μια φορά, σήμερα τ’ άγριο σιφονάρι* φτάνει ίσαμε τα γόνατα. Τ’ αγριάγκαθα σκίζουν τα χέρια. Ο ήλιος κι η γη τρέφουν τη φριχτή ζωή των τάφων. Έντομα, σαύρες, αράχνες, στυλωμένες πάνω στα πελώρια τους πόδια, ζουν αργοκίνητα μέσα στη φωτερή, την απόλυτη σιωπή. Οι όχεντρες* και τα μαύρα φίδια, τα θεριά, δένουν τις πέτρες στη γη.

Θα ήθελα να είχα λόγια αρχαίου τραγωδού για να την κλάψω και μαζί της να κλάψω και των ανθρώπων τη μοίρα.

Πώς κατάντησες Σαλαμίς, η «δυνατωτάτη απασών των εν Κύπρω πόλεων»;

Πού είναι τα παλάτια σου που κάναν τον Όμηρο να σε αποκαλεί «εϋκτισμένην»; Πού είναι οι πολυμήχανοι άνθρωποί σου, που πρώτοι δέχτηκαν τα καλά λόγια του Χριστού;

Τίποτε δεν μένει από σένα, κόσμε χαμένε. Οι πόλεμοι σε ρήμαξαν, οι σεισμοί σε σώριασαν, οι καιροί σε σαβάνωσαν. Τ’ αγριόχορτα σε σκεπάζουν ολόκληρη, η αγριοκαππαριά φράζει το δρόμο με τ’ αγκάθια της. Πουλί πετάμενο δεν βλέπεις, για να κλάψει της παλιάς σου δόξας το χαμό. Πέτρα δεν βρίσκεις για να θυμίσει του Τεύκρου* την πατρίδα και της μεγάλης μάνας σου* τον αθάνατο πολιτισμό.

Κι όμως το δείλι, όταν η θάλασσα σου στείλει με τον άνεμο το υγρό της χάδι, τότε το σιφονάρι γέρνει απαλά κι ανοίγει μυστικούς δρόμους. Πίσω από τ’ αχτινωτά σάβανα που πλέκει η αράχνη, φανερώνονται σπασμένα κορινθιακά κιονόκρανα και κοιμισμένες στήλες, λευκά πεντελικά μάρμαρα και μαύρες πέτρες, που διατηρούν τ’ αχνάρι του αβρού ποδιού κάποιας χαμένης θεάς. Ελληνικά γράμματα ιστορούν ονόματα βασιλιάδων που ξεχάστηκαν κι επιγραφές λένε για μιαν άγνωστη παράξενη λατρεία:

ΑΡΤΕΜΙΔΙ ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΠΕΛΛΗΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ*
Όχι μόνον η Άρτεμις αλλά και ο Ζευς κι η Αφροδίτη κι η Αθηνά κι ο Διομήδης* είχαν στη Σαλαμίνα ωραίους ναούς. […]

Μαρία Ρουσσιά
Φωτογραφία: αρχείο Γ. Σεφέρη

Leave a Reply